Ο πρόεδρος του Ινστιτούτου του Λάιμπνιτς για την Οικονομική Έρευνα (IWH), Ράιντ Ε. Γκροπ, απηύθηνε τη δραματική προειδοποίηση για σοβαρή τραπεζική κρίση στη Γερμανία, με χιλιάδες πτωχεύσεις και έως και το 25% των επιχειρηματικών δανείων να μην εξυπηρετούνται, λόγω των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας του κορονοϊού.

«Πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι για νέα τραπεζική κρίση», τόνισε ο διακεκριμένος οικονομολόγος στην Bild και εξήγησε ότι η αναστολή της υποχρέωσης δήλωσης πτώχευσης, η οποία αποφασίστηκε στο πλαίσιο των μέτρων στήριξης της οικονομίας, δημιούργησε χιλιάδες «εταιρίες – ζόμπι», οι οποίες παρότι ήταν ήδη προ πολλού αφερέγγυες, δεν έχουν ακόμη υποβάλει αίτηση χρεοκοπίας.

«Όταν όμως τεθεί και πάλι σε ισχύ η νομοθεσία στην αρχή του νέου έτους, θα πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι για κύμα πτωχεύσεων. Αυτό για τις τράπεζες θα είναι τεράστιο πρόβλημα, καθώς θα πρέπει να θεωρούμε ότι έως και 25% των επιχειρηματικών δανείων δεν θα μπορούν πλέον να εξυπηρετηθούν», πρόσθεσε ο Γκροπ σύμφωνα με το ΑΠΕ-ΜΠΕ, σημειώνοντας ότι σε αυτή την περίπτωση ακόμη και κάποια χρηματοπιστωτικά ιδρύματα θα απειλούνται πλέον με χρεοκοπία.

«Η κυβέρνηση θα πρέπει, υποστηρίζει ο οικονομολόγος, να ασκήσει πίεση προς τις τράπεζες να αυξήσουν τα κεφάλαιά τους και να εξασφαλιστούν ενόψει της κρίσης», τόνισε.

Ήδη την προηγούμενη εβδομάδα είχε δοθεί στην δημοσιότητα έρευνα της Ομοσπονδιακής Τράπεζας της Γερμανίας, στην οποία αναφερόταν η πρόβλεψη για περίπου 6.000 πτωχεύσεις κατά το α’ τρίμηνο του 2021, η οποία ωστόσο δεν συνοδευόταν από τόσο δυσοίωνη πρόβλεψη για τις τράπεζες της χώρας.

Η αντιπρόεδρος της Bundesbank Κλαούντια Μπουχ διαβεβαίωσε ότι το χρηματοπιστωτικό σύστημα θεωρείται πλέον σταθερό και δεν θα χρειαστεί να «επισκευαστεί», όπως συνέβη με την χρηματοπιστωτική κρίση. «Οι τράπεζες λειτουργούν, ο δανεισμός τρέχει», δήλωσε από την πλευρά του το μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της τράπεζας, Γιοάχιμ Βουερμέλινγκ, ενώ ο πρόεδρος της Ένωσης Τραπεζών, Βάλτερ Πέτερς, τόνισε ότι η αύξηση των πτωχεύσεων δεν θα θέσει σε κίνδυνο τις γερμανικές τράπεζες, οι οποίες «έχουν γίνει “αδιάβροχες” και έχουν γεμίσει τα αποθέματα κεφαλαίου τους».