Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) θα μπορούσε να αγοράσει ένα ευρύ φάσμα περιουσιακών στοιχείων (στοιχείων ενεργητικού) με περίοδο ωρίμανσης έως 10 έτη, δήλωσε το μέλος του Εκτελεστικού Συμβουλίου της, Μπενουά Κερέ, στο πλαίσιο των χθεσινών εργασιών της εαρινής συνόδου του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στην Ουάσιγκτον, αναφέρει δημοσίευμα της εφημερίδας Financial Times.
Αν και οι εκπρόσωποι της ΕΚΤ έστειλαν το μήνυμα από την Ουάσιγκτον ότι το Διοικητικό Συμβούλιό της θα μειώσει πρώτα τα επιτόκια πριν προσφύγει στην ποσοτική χαλάρωση (Quantitative Easing, QE), μία περαιτέρω υποχώρηση του πληθωρισμού θα ανάγκαζε την κεντρική τράπεζα να προχωρήσει σε άμεσες αγορές ομολόγων.
Εάν η ΕΚΤ αναγκαζόταν να προσφύγει σε ποσοτική χαλάρωση, τα σχόλια του κ. Κερέ δείχνουν ότι κάθε σχετικό πρόγραμμα θα περιλάμβανε τόσο το δημόσιο χρέος όσο και τον ιδιωτικό τομέα και θα αφορούσε στην αγορά μέσων που ωριμάζουν σε ένα διάστημα από 1 έως 10 έτη. Ο ίδιος αξιωματούχος άφησε να εννοηθεί ότι η ΕΚΤ θα αγόραζε διαφορετικά περιουσιακά στοιχεία σε διαφορετικές χώρες – μέλη για να λάβει υπόψη τις διαφορές που υπάρχουν μεταξύ των τραπεζών και των αγορών κεφαλαίου στην περιοχή της Ευρωζώνης. Ο στόχος κάθε τέτοιου προγράμματος θα ήταν να μειωθεί το κόστος δανεισμού αντίστοιχα σε όλη την περιοχή, η οποία υποφέρει από χρηματοπιστωτικό κατακερματισμό. Αν και πολιτικά δύσκολες, οι αγορές κρατικών ομολόγων είναι σχετικά απλές τεχνικά. Πιο δύσκολες τεχνικά, αλλά πολιτικά αποδεκτές είναι οι αγορές χρέους του ιδιωτικού τομέα, όπως των τιτλοποιημένων ομολόγων (asset – backed securities), τα οποία η ΕΚΤ θα δυσκολευθεί να τιμολογήσει.
Ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη ανήλθε τον Μάρτιο σε 0,5%, μόλις το ένα τέταρτο του στόχου της ΕΚΤ που είναι λίγο κάτω από το 2%. Ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι δήλωσε στις αρχές του μήνα ότι υπάρχει ομοφωνία στο Διοικητικό Συμβούλιο της κεντρικής τράπεζας στην υποστήριξη μη συμβατικών νομισματικών μέτρων στήριξης, όπως το QE, για α αντιμετωπισθεί μία παρατεταμένη περίοδος χαμηλού πληθωρισμού. Ωστόσο, παρά την επίδειξη ομοφωνίας, οι μαζικές αγορές ομολόγων παραμένουν μία επιλογή που έχει πολιτικούς κινδύνους και τεχνικές δυσκολίες.