Η τελική διαμόρφωση του πακέτου των 750 δισεκατομμυρίων ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης που θα δοθούν στις χώρες που επλήγησαν από την πανδημία του κορονοϊού μπορεί να καθυστερήσει αρκετούς μήνες ακόμη, επισημαίνει με άρθρο του στην εφημερίδα «Τα Νέα» ο υφυπουργός Οικονομικών, αρμόδιος για τη δημοσιονομική πολιτική της χώρας, Θόδωρος Σκυλακάκης.
Παρ’ όλα αυτά επισημαίνει με νόημα ότι ειδικά για την Ελλάδα το ποσό θα είναι σημαντικό και θα επηρεάσει καθοριστικά όχι μόνο τους ρυθμούς ανάπτυξης των επόμενων ετών αλλά και τη δημοσιονομική μας πολιτική.
Το πλήρες κείμενο του κ. Σκυλακάκη έχει ως εξής: «Η διαπραγμάτευση του νέου μεγάλου ευρωπαϊκού πακέτου βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη με τη διαμόρφωση μιας ευρείας πλειοψηφίας που το υποστηρίζει σταθερά, αλλά και τις αντιρρήσεις που εξακολουθούν να προβάλλουν μικρότερα κράτη-μέλη του Βορρά και της Ανατολής.
Η τελική διαμόρφωση του πακέτου φαίνεται ότι μπορεί να καθυστερήσει αρκετούς μήνες χωρίς κανείς στην Ευρώπη να έχει εν τούτοις αμφιβολία ότι το πακέτο θα υπάρξει και θα είναι αρκετά σημαντικό – ειδικά για την Ελλάδα – για να επηρεάσει καθοριστικά όχι μόνο τους ρυθμούς ανάπτυξης των επόμενων ετών αλλά και τη δημοσιονομική μας πολιτική. Το ίδιο το ύψος του πακέτου, ανεξαρτήτως της τελικής κατάληξής του, είναι τόσο μεγάλο ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ότι όπως και να καταλήξει η διαπραγμάτευση θα επηρεάσει αποφασιστικά την πορεία της ελληνικής οικονομίας.
Εδώ ακριβώς βρίσκεται και η πρόκληση, που δεν αφορά τόσο τη μεσοπρόθεσμη πορεία της οικονομίας, η οποία είναι θετική και εξασφαλισμένη, όσο τον ενδιάμεσο χρόνο, το 2021, όταν η ύφεση του κορονοϊού θα δώσει τη θέση του σε μια δυναμική ανάκαμψη, το ύψος της οποίας όμως δεν μπορεί εκ των προτέρων να προσδιοριστεί με ακρίβεια, μια που ακόμα δεν έχουμε δει ούτε τις μεσοπρόθεσμες συνέπειες της διεθνούς ύφεσης στον τουρισμό και τις εξαγωγές μας, ούτε και το πλήγμα που θα υποστεί φέτος ο παραγωγικός ιστός, ιδίως αν προ του εμβολίου έχουμε κι ένα δεύτερο κύμα κορονοϊού.
Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι σε έναν προϋπολογισμό κατεξοχήν αβέβαιο, που θα πρέπει να καταρτίσει η κυβέρνηση για το 2021, προστίθεται και η αβεβαιότητα της καθυστέρησης της εκταμίευσης και απορρόφησης του ευρωπαϊκού πακέτου. Πόσο σημαντικό μπορεί να είναι αυτό για την οικονομία; Αν η χώρα στοχεύει σε απορρόφηση ας πούμε, 5 δισ. ευρώ μέσω του πακέτου στον πρώτο χρόνο του και σε μόχλευση άλλων 2 τουλάχιστον δισ. ευρώ ιδιωτικών πόρων, τότε μιλάμε για μια επίπτωση στο ΑΕΠ, σε μια ολόκληρη χρονιά, της τάξεως του 3%-5% του ΑΕΠ (εξαρτάται από τους σχετικούς πολλαπλασιαστές).
Σε επίπεδο δημοσίων εσόδων τώρα, η έμμεση μόνο επίπτωση του Next Generation EU (αν υποθέσουμε ότι τα χρήματα δαπανώνται για – ή/και κινητοποιούν – κατά κύριο λόγο επενδυτικές δαπάνες), μπορεί να φτάσει σε ετήσια βάση τα 2 με 3 δισ. ευρώ. Ποσό προφανώς καθοριστικό για τον όποιο δημοσιονομικό σχεδιασμό.
Το κρίσιμο λοιπόν ερώτημα είναι πότε θα ξεκινήσει η απορρόφηση του πακέτου. Στις αρχές του 2021, στα μέσα του 2021 ή – ο μη γένοιτο – στο τρίτο τρίμηνο του 2021; Αυτή είναι η μεγάλη δημοσιονομική πρόκληση του 2021, που δεν αφορά μόνο το πότε θα τελειώσει η διαπραγμάτευση στην Ευρώπη και η σύνταξη των σχετικών κανονισμών, αλλά και το τι θα κάνει στο ενδιάμεσο η κάθε ευρωπαϊκή κυβέρνηση για να ωριμάσει έργα και δράσεις, να άρει γραφειοκρατικά εμπόδια και να μοχλεύσει άλλους ιδιωτικούς πόρους που θα μπορούσαν να επενδυθούν εν όψει του Next Generation EU ακόμα και πριν ολοκληρωθεί η ευρωπαϊκή εκταμίευση. Αυτή είναι η μεγάλη πρόκληση του προϋπολογισμού του 2021 για ολόκληρη την Ένωση και κατά μείζονα λόγο για την Ελλάδα, που διεκδικεί το μεγαλύτερο ίσως αναλογικά μερίδιο από το νέο ευρωπαϊκό πακέτο».