Στο 49% των επιχειρήσεων ο χριστουγεννιάτικος τζίρος κινήθηκε σε χαμηλότερα επίπεδα σε σχέση με πέρυσι, επίδοση παρόμοια με την αντίστοιχη έρευνα του 2018 (51%).
Ο κλάδος που επλήγη περισσότερο είναι η ένδυση/υπόδηση και κυρίως βιβλία, αθλητικός εξοπλισμός, παιχνίδια, καλλυντικά, άνθη-φυτά κλπ, ενώ αυτός των τροφίμων – ποτών είχε σχετικά τις μικρότερες απώλειες, με τα σούπερ μάρκετ να καταγράφουν μικρή αύξηση (1,5%).
Αυτό προκύπτει από έρευνα του Ινστιτούτου Εμπορίου και Υπηρεσιών της ΕΣΕΕ για την κίνηση της αγοράς κατά την εορταστική περίοδο των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς 2019.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας αύξηση στις πωλήσεις κατέγραψε μόλις το 17% των επιχειρήσεων. Ωστόσο, το ποσοστό αυτό ενισχύεται στο 21% για τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις, σε όρους τζίρου.
Σε γενικές γραμμές, καλύτερες επιδόσεις σημείωσαν οι επιχειρήσεις σε Βόρεια Ελλάδα και Αττική, ενώ αποθαρρυντική ήταν η εικόνα σε Κεντρική Ελλάδα και στα νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη.
Για περισσότερες από τις μισές επιχειρήσεις, η περίοδος πριν από τα Χριστούγεννα ήταν καλύτερη από άποψη αγοραστικής κίνησης, ενώ σχεδόν τρεις στις δέκα σημείωσαν υψηλότερο τζίρο το διάστημα μεταξύ Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς.
Ανεξαρτήτως πωλήσεων η κίνηση των πιο φτηνών προϊόντων παρέμεινε σταθερή στην προτίμηση των καταναλωτών (46%) ενώ ενισχύθηκε η πώληση των πιο ακριβών προϊόντων (12% έναντι 4% πέρυσι).
Οι περισσότεροι επιχειρηματίες (79%) αναγκάστηκαν να καλύψουν οι ίδιοι το διευρυμένο ωράριο, ενώ μόλις το 16% επέλεξαν να διευρύνουν το ωράριο των μισθωτών τους.
Το εύρημα αυτό επαναλαμβάνεται με συνέπεια σε όλες τις σχετικές έρευνες (εορταστικές περίοδοι και λειτουργία των καταστημάτων τις Κυριακές) με διογκούμενη μάλιστα τάση.
Σχεδόν οι 4 στους 10 επιχειρηματίες πραγματοποίησαν προσφορές στα καταστήματα τους κατά τη διάρκεια της εορταστικής περιόδου, ποσοστό ίδιο σε σχέση με πέρυσι.
Τέλος σημαντική μερίδα επιχειρήσεων (4/5) φαίνεται ότι κατάφεραν να καλύψουν τις φορολογικές υποχρέωσεις τους.
Ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ Γιώργος Καρανίκας σε ερώτηση δημοσιογράφων σχετικά με το καθεστώς των εκπτώσεων και των προσφορών ανέφερε ότι η κυβέρνηση προσανατολίζεται στην απελευθέρωση των προσφορών, αλλά οι έμποροι έχουν πάγιο αίτημα, πέρα από τις προσφορές όλο το χρόνο, για ένα σταθερό και διαυγές νομικό πλαίσιο που να προβλέπει δυο εκπτωτικές περιόδους το χρόνο, στο τέλος εποχής (καλοκαίρι και χειμώνα).
«Η εορταστική κίνηση των καταστημάτων, όπως προκύπτει από την έρευνα του ΙΝ.ΕΜ.Υ – ΕΣΕΕ, επιβεβαιώνει την εκτίμηση της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας ότι η αγορά βρίσκεται ακόμη στην αρχή της πορείας από τη σταθεροποίηση στην ανάπτυξη. Η ανισοκατανανομή του τζίρου και στη διάρκεια της εορταστικής περιόδου, φαίνεται από την έρευνα να αποβαίνει σε όφελος κυρίως των μεγάλων αλυσίδων, ενώ παρατηρούνται ενδοκλαδικές και γεωγραφικές διαφοροποιήσεις που σίγουρα αναδεικνύουν και τις προτιμήσεις των καταναλωτών και των ταξιδιωτών σε συγκεκριμένες εμπορικές αγορές της χώρας ιδιαίτερα την περίοδο των εορτών» ανέφερε ο κ. Καρανίκας.
Και συνέχισε: «Το γεγονός ότι η πλειονότητα των εμπόρων που δηλώνουν ότι ο φετινός εορταστικός τους τζίρος ήταν χειρότερος από τον περσινό αφορά ιδιοκτήτες μικρών επιχειρήσεων καταδεικνύει την ανισορροπία της αγοράς και την ανάγκη να αναληφθούν πρωτοβουλίες από την κυβέρνηση για στήριξη της μικρομεσαίας επιχείρησης. Είναι σίγουρο πως η απόδοση των οικονομικών ελαφρύνσεων που έχουν εξαγγελθεί θα έχουν θετική επίδραση στην πραγματική οικονομία τους επόμενους μήνες, αλλά η ΕΣΕΕ τονίζει πως χρειάζονται τολμηρότερες παρεμβάσεις τόσο στη κατεύθυνση ενίσχυσης του εισοδήματος των καταναλωτών, όσο και στην ελάφρυνση των επιχειρήσεων από υπέρογκα φορολογικά βάρη».
«Η αποτύπωση αυτής της εικόνας καθιστά επιτακτική την προετοιμασία και ενημέρωση του εμπορικού κόσμου για τις σημαντικές αλλαγές στο εμπόριο παγκοσμίως. Το διεθνές συνέδριο “Future of Retail” που οργανώνει η ΕΣΕΕ στις 7 και 8 Φεβρουαρίου φιλοδοξεί να αποτελέσει την “γέφυρα” με το μέλλον του εμπορίου και να εξοπλίσει τον Έλληνα έμπορο και με την απαραίτητη γνώση για τις νέες τεχνολογίες που στο άμεσο μέλλον θα επηρεάσουν τη λειτουργία της επιχείρησής του. Στόχος μας να μην μείνει καμία ελληνική επιχείρηση πίσω από τις εξελίξεις» λέει.