Οι επιτραπέζιες ελιές και όχι το ελαιόλαδο είναι, τουλάχιστον σε αυτήν τη φάση, ο βασικός μοχλός ανάπτυξης και διεθνούς επέκτασης για τις επιχειρήσεις επεξεργασίας και τυποποίησης ελαιουργικών προϊόντων, που βελτίωσαν το 2012 τις επιδόσεις τους, σε αντίθεση με τους άλλους τομείς της ελληνικής βιομηχανίας τροφίμων.
Όπως αναφέρει το ΑΜΠΕ, παρά τους ισχυρισμούς περί του αντιθέτου, ο επιχειρηματικός τομέας της τυποποίησης ελαιολάδου μάλλον εξασθενεί, παρά ενισχύεται, καθώς η εγχώρια οικονομική κρίση και η αβεβαιότητα που επικρατεί παγκοσμίως για τις οικονομικές εξελίξεις στρέφει ολοένα και περισσότερους καταναλωτές στα φθηνότερα του ελαιολάδου φυτικά έλαια.
Το φαινόμενο αυτό δεν είναι ελληνικό, αλλά πανευρωπαϊκό και εκκινεί από τις ίδιες, τις μεγαλύτερες στον κόσμο καταναλώτριες ελαιολάδου χώρες, την Ισπανία, την Ιταλία και την Ελλάδα, όπως επισημαίνει ο διεθνής οργανισμός Oil World, που χαρακτηρίζει άνευ προηγουμένου τη στροφή αυτή του καταναλωτικού κοινού των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου στα σπορέλαια. Ειδικότερα για την ελαιοκομική περίοδο που λήγει στο τέλος Σεπτεμβρίου του 2013, η συνολική κατανάλωση ελαιολάδου στην Ευρωπαϊκή Ένωση εκτιμάται ότι θα είναι μειωμένη κατά 13%, παρουσιάζοντας πρωτοφανή εδώ και δεκαετίες πτώση.
Στις συνθήκες αυτές η ελληνική βιομηχανία επεξεργασίας, παραγωγής και τυποποίησης ελαιολάδου, πηρηνελαίου και επιραπέζιων ελιών φαίνεται να συνεχίζει, υπό δυσχερέστατους όρους, τις προσπάθειες να επεκταθεί εξαγωγικά, κυρίως σε χώρες που δεν πλήττονται ακόμη έντονα από την οικονομική κρίση, αποσπώντας μερίδια από τους κατά πολύ ισχυρότερους και πολλαπλάσιου μεγέθους αντίστοιχους επιχειρηματικούς τομείς της Ιταλίας και της Ισπανίας.
Ο όγκος της επεξεργασίας, παραγωγής και τυποποίησης παρθένου ελαιολάδου στην Ελλάδα αυξήθηκε το πρώτο πεντάμηνο του 2013 κατά 8% (+69,6% τον Ιανουάριο, +4,5% τον Φεβρουάριο, -18,8% τον Μάρτιο, +2,7% τον Απρίλιο και -36,2% τον Μάιο), καθώς το 2012, σε ετήσια βάση, είχε παρουσιάσει μείωση άνω του 10%. Αντιθέτως, η παραγωγή εξευγενισμένων ελαίων το πρώτο πεντάμηνο του 2013 μειώθηκε κατά 9,85% (+48,6% τον Ιανουάριο, -8,6% τον Φεβρουάριο, -20,0% τον Μάρτιο, -6,5% τον Απρίλιο και -37,2% τον Μάιο).
«Η χρηματοδοτική ασφυξία που πνίγει τις επιχειρήσεις και η αδυναμία ουσιαστικής προβολής και ανάδειξης του ελληνικού ελαιολάδου στις αγορές του εξωτερικού κάνουν πολύ πιο δύσκολα τα πράγματα» αναφέρει, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο Γιώργος Ανδρεαδάκης, πρόεδρος του Συνδέσμου Τυποποιητών Ελαιολάδου Κρήτης, όπου λόγω ανομβρίας και ασθένειας των δένδρων η πρωτογενής παραγωγή ελαιολάδου την επόμενη ελαιοκομική σεζόν θα είναι σημαντικά μειωμένη, σε βαθμό που να πιθανολογείται η κάλυψη μέρους των αναγκών της εγχώριας αγοράς από εισαγόμενα ελαιόλαδα.
Η κρητική ελαιοπαραγωγή αντιπροσωπεύει τουλάχιστον το 1/3 της συνολικής ελαιοπαραγωγής της χώρας και ο βιομηχανικός τομέας αναμένεται να δεχθεί ισχυρό πλήγμα από τις ζημιές που έχει υποστεί η παραγωγή του νομού Ηρακλείου.
Επιπροσθέτως, σύμφωνα με τον Γιώργο Ανδρεαδάκη «οι Ιταλοί και Ισπανοί μεγαλέμποροι και μεταποιητές ελαιολάδου συνεχίζουν να υπονομεύουν με πολλούς τρόπους την ανάπτυξη του ελληνικού βιομηχανικού τομέα ελαιολάδου», ώστε να τον θέσουν εκτός μάχης στη διεθνή αγορά. «Αντί να αναπτυχθεί διεθνώς, ο τομέας κινδυνεύει με συρρίκνωση», προσθέτει, επιβεβαιώνοντας ότι «όντως το καταναλωτικό κοινό στη χώρα μας, αλλά και αλλού, στρέφεται για οικονομικούς λόγους στα σπορέλαια». Η πλειοδοσία τιμών των Ισπανών και Ιταλών εμπόρων για την εξασφάλιση του ελληνικού ελαιολάδου φαίνεται να οδηγεί σε δυσβάστακτη αύξηση του μέσου κόστους της εγχώριας βιομηχανικής παραγωγής ελαιολάδου.
Οι εξελίξεις αυτές, οι οποίες ωστόσο ευνοούν μεσοπρόθεσμα την παραγωγή του φθηνότερου πυρηνέλαιου, που θεωρείται και «λάδι των φτωχών», οδηγούν ορισμένες βιομηχανικές επιχειρήσεις ελαιολάδου στην παραγωγή περισσότερων σπορελαίων εις βάρος του ελαιολάδου, αλλά και σε διεύρυνση των δραστηριοτήτων τους στην διεθνώς λιγότερο ανταγωνιστική αγορά της επεξεργασίας και τυποποίησης επιτραπέζιων ελιών, όπου πράγματι ο ελληνικός επιχειρηματικός τομέας φαίνεται να αποκτά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα.
Αρκετές επιχειρήσεις, ως γνωστόν, ενώ εστιάζουν στην παραγωγή ελαιολάδου ασχολούνται συγχρόνως με την παραγωγή σπορελαίων. Αυτές που έχουν βασικό αντικείμενο την παραγωγή επιτραπέζιων ελιών, πράγματι ισχυροποιήθηκαν σημαντικά το 2012, κατακτώντας μεγαλύτερα μερίδια σε ευρωπαϊκές και άλλες αγορές και ωθώντας ανοδικά τα συνολικά οικονομικά μεγέθη του τομέα. Ο όγκος της επεξεργασίας και τυποποίησης ελιών και των συναφών δραστηριοτήτων στην Ελλάδα εκτιμάται ότι αυξήθηκε κατά 5% το πρώτο πεντάμηνο του 2013.
Ο τομέας εμφάνισε το 2012 ως σύνολο, σε σύγκριση με το 2011, αυξημένα κατά 6% κέρδη προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων (54,5 εκατ. ευρώ σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία), ίσα προς το 8,3% των συνολικών εσόδων του (8,1% το 2011), σε συνθήκες αύξησης των εσόδων του κατά 3% και οριακής βελτίωσης του μεικτού περιθωρίου κέρδους του (15,3% από 15,2%), με καθοριστική τη συμβολή των κατά βάση εξαγωγικών επιχειρήσεων επιτραπέζιων ελιών.
Η αύξηση των συνολικών κερδών σε λειτουργικό επίπεδο, που επέτρεψε τη μείωση των δανειακών κεφαλαίων, προήλθε κυρίως από τη συγκράτηση του κόστους της εμπορικής και της διοικητικής λειτουργίας (6,9% των εσόδων, από 7,1% το 2011), προφανώς λόγω της εστίασης σε παραδοσιακές αγορές και εμπορικά κανάλια. Οι βελτιώσεις αυτές εξουδετέρωσαν την αύξηση των χρηματοοικονομικών δαπανών των εταιρειών και οδήγησαν σε υψηλότερη τελική κερδοφορία.
Οι συνολικές πωλήσεις 93 ΑΕ και ΕΠΕ του τομέα, μεγάλου, μεσαίου και μικρού μεγέθους, τα οικονομικά στοιχεία των οποίων έχουν γίνει γνωστά, ανήλθαν το 2012 σε 651,5 εκατ. ευρώ και είναι αυξημένες κατά 19,7 εκατ. ευρώ (+3%).
Οι 93 αυτές βιομηχανικές και βιοτεχνικές εταιρείες στις 31.12.2012 διέθεταν πάγια και κυκλοφορούντα περιουσιακά στοιχεία της τάξεως του 0,7 δισ. ευρώ και, ως σύνολο, κατέγραψαν:
– Μεικτά κέρδη 99,4 εκατ. ευρώ, αυξημένα κατά 4% (+3,4 εκατ. ευρώ).
– Κέρδη προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων (EBITDA), ύψους 54,4 εκατ. ευρώ, αυξημένα κατά 6% (+3,1 εκατ. ευρώ), βελτιωμένα ως ποσοστό των πωλήσεων κατά 2%.
– Κέρδη προ φόρων και τόκων (EBIT) 40,7 εκατ. ευρώ, αυξημένα κατά 10% (+2,8 εκατ. ευρώ) και ίσα προς το 4,7% των πωλήσεων, έναντι αντίστοιχου ποσοστού 4,4% το 2011.
– Κέρδη προ φόρων 16,6 εκατ. ευρώ, αυξημένα κατά 37% (+4,5 εκατ. ευρώ) και ίσα προς το 2,6% των πωλήσεων, έναντι αντίστοιχου ποσοστού 1,9% το 2011.
– Καθαρά κέρδη, μετά την πρόβλεψη για φόρους, ύψους 9,3 εκατ. ευρώ, αυξημένα κατά 78% (+4,1 εκατ. ευρώ) και ίσα προς το 1,4% των πωλήσεων, έναντι αντίστοιχου ποσοστού 0,8% το 2011.
Με κριτήριο τα τελικά, καθαρά αποτελέσματα κερδοφόρες ήταν, οριακά έστω, οι 62 από τις 93 επιχειρήσεις (δύο στις τρεις), σε αντίθεση με τις υπόλοιπες 31 (μία στις τρεις), οι οποίες παρουσίασαν ζημιές.
Τα συνολικά ίδια κεφάλαια των 93 επιχειρήσεων (290,2 εκατ. ευρώ) είναι αυξημένα το 2012 κατά 3% (+9,5 εκατ. ευρώ, εν μέρει λόγω της λογιστικής αναπροσαρμογής μέρους των παγίων), σε συνθήκες μείωσης του συνόλου των απασχολουμένων κεφαλαίων (680 εκατ. ευρώ στο τέλος της χρήσης) κατά 1% (-4,7 εκατ. ευρώ). Η αναλογία των ιδίων κεφαλαίων προς τα συνολικά κεφάλαια αυξήθηκε σε 42,7% το 2012, από 41% το 2011. Συγχρόνως, οι συνολικές υποχρεώσεις τους (389,8 εκατ. ευρώ στο τέλος της χρήσης) μειώθηκαν κατά 3,5% (-14,2 εκατ. ευρώ).
Αυτά προκύπτουν από την επεξεργασία των ισολογισμών τους, σύμφωνα με στοιχεία που αντλήθηκαν από το CD-ROM «Ελληνική Βιομηχανία 2012-2013», το ΓΕΜΗ, την Icap Group, το www.inr.gr και τους διαδικτυακούς ιστότοπους και τις αρμόδιες υπηρεσίες των ίδιων των επιχειρήσεων, οι περισσότερες από τις οποίες οφείλουν σημαντικό μέρος του κύκλου εργασιών τους σε παράπλευρες, συμπληρωματικές δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένης της διάθεσης ελαιολάδου σε χύμα μορφή.
Δεν συμπεριλαμβάνονται σε αυτές, άλλες εταιρείες του ευρύτερου ελαιουργικού τομέα οι οποίες παράγουν κατά κύριο λόγο σπορέλαια ή κατά βάση διαθέτουν ελαιόλαδο χύμα και είναι γνωστό ότι οφείλουν μικρό μόνο μέρος των εσόδων τους σε τυποποιημένο ελαιόλαδο, ούτε Ενώσεις Γεωργικών Συνεταιρισμών, που επίσης ασχολούνται εκτεταμένα με τον τομέα.