Κατηγορίες σε βάρος ενός γερμανού πληροφορικού απήγγειλαν σήμερα οι ελβετικές αρχές για την πώληση στοιχείων πελατών της ιδιωτικής τράπεζας Julius Baer της Ζυρίχης στις γερμανικές φορολογικές αρχές, όπως δήλωσαν πηγές της εισαγγελίας.
Ο άνδρας αυτός συνελήφθη τον περασμένο Ιούλιο και κατηγορείται ότι παραβίασε την νομοθεσία που διέπει τη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού τομέα, δηλαδή το τραπεζικό απόρρητο, για βιομηχανική κατασκοπεία και νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα. Φέρεται, σύμφωνα με τις ελβετικές αρχές, να έχει ομολογήσει και άρα η δίκη του θα είναι συντομότερη. Οι αρχές αποφάσισαν να μην διώξουν τη σύζυγό του.
Ένας φερόμενος ως συνεργός του, για τον οποίο έχει αποκαλυφθεί μόνον ότι είναι συνταξιούχος ελεγκτής της γερμανικής εφορίας, αντιμετωπίζει επίσης έρευνα, ανέφεραν σε ανακοίνωσή τους Ελβετοί εισαγγελείς. Ωστόσο, το ελβετικό αίτημα δικαστικής συνδρομής προς τη Γερμανία δεν έχει απαντηθεί, πρόσθεσαν.
Ο διευθύνων σύμβουλος της Julius Baer Μπόρις Κολάρντι είχε αποκαλύψει σε συνέντευξή του σε μια εφημερίδα τον περασμένο Αύγουστο, εξηγώντας πως εντοπίστηκε λόγω των αυστηρότερων ελέγχων οι οποίοι γίνονται λόγω παρόμοιων περιστατικών. Η τράπεζα απέφυγε να κάνει οποιοδήποτε σχόλιο για την εξέλιξη της υπόθεσης σήμερα.
Το αυστηρό τραπεζικό απόρρητο, το οποίο συνέβαλε η Ελβετία να οικοδομήσει έναν χρηματοοικονομικό τομέα που χειρίζεται 2 τρισ. δολάρια σε εξωχώριες αποταμιεύσεις και τοποθετήσεις, δέχεται σφοδρή επίθεση καθώς πολλές κυβερνήσεις προσπαθούν να πατάξουν τη φοροδιαφυγή. Ελβετικές τράπεζες αντιμετωπίζουν έρευνες στη Γερμανία, στη Γαλλία και στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η Julius Baer είχε συμφωνήσει το 2011 να καταβάλει εφάπαξ στις γερμανικές φορολογικές αρχές ένα ποσό ύψους 50 εκατ. ευρώ για να τεθεί στο αρχείο μια έρευνα σε βάρος της, αλλά εξακολουθεί να αντιμετωπίζει έρευνες στις ΗΠΑ διότι συνήργησε να φοροαποφύγουν πλούσιοι Αμερικανοί προσφέροντάς τους μυστικούς τραπεζικούς λογαριασμούς στην Ελβετία.
Σύμφωνα με τους εισαγγελείς ο γερμανός ειδικός στην πληροφορική, που δεν κατονόμασαν, συγκέντρωσε δεδομένα για πλούσιους Γερμανούς και Ολλανδούς πελάτες από διάφορα συστήματα της Julius Baer από τον Οκτώβριο ως τον Δεκέμβριο του 2011, κατόπιν συμφωνίας με τον Γερμανό μεσάζοντα. Έστειλε 15 μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου από τον υπολογιστή του στην εργασία του σε έναν προσωπικό λογαριασμό ηλεκτρονικού ταχυδρομείου επισυνάπτοντας αρχεία με ονόματα πελατών, διευθύνσεις, αριθμούς λογαριασμών, τα κατατεθειμένα ποσά και τα νομίσματα στα οποία ήταν αποταμιευμένα, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές.
Φίλτραρε τα δεδομένα αυτά για να βρει τους Γερμανούς πελάτες με αποταμιεύσεις ή άλλες τοποθετήσεις που υπερέβαιναν τις 100.000 ευρώ, ελβετικά φράγκα, λίρες Αγγλίας ή δολάρια ΗΠΑ και έστειλε ένα δείγμα του καταλόγου που έφτιαξε στον συνεργό του, με τον οποίο συναντήθηκε στο Βερολίνο τον Φεβρουάριο του 2012, πάντοτε σύμφωνα με τους Ελβετούς εισαγγελείς.
Στο Βερολίνο, παρέδωσε δεδομένα για 2.700 επιπλέον Γερμανούς πελάτες που διαβιβάστηκαν στις γερμανικές φορολογικές αρχές και συμφώνησε να πληρωθεί 1,1 εκατ. ευρώ, αν και οι εισαγγελείς είπαν ότι μπόρεσαν να βρουν μόνο 140.000 ευρώ από τους λογαριασμούς του.
Ο ίδιος κατηγορούμενος έστειλε στον συνεργό του στοιχεία για τους Ολλανδούς πελάτες της Julius Baer τον Μάιο και τον Ιούνιο του 2012, τα οποία ευελπιστούσε να πωλήσει στις ολλανδικές αρχές έναντι 400.000 ευρώ, όμως αυτές απέρριψαν την πρότασή του.