Για την Ελλάδα η διαγραφή χρέους θα έπρεπε να είχε γίνει σε μεγαλύτερο εύρος και να συνδυαστεί με αυστηρότερες ρυθμίσεις και κατάλληλη προσαρμογή των θεσμών ώστε να μην επαναληφθεί κάτι παρόμοιο και αυτό θα ήταν καλύτερο για την Ευρώπη, τονίζει ο Κύπριος οικονομολόγος και κάτοχος του βραβείου Νόμπελ Οικονομίας 2010, Χριστόφορος Πισσαρίδης, σε συνέντευξή του στο Αυστριακό Πρακτορείο Ειδήσεων (ΑΡΑ).
Προσθέτει δε πως αντί αυτού δόθηκαν χρήματα στις τράπεζες για να διατηρήσουν τη ρευστότητά τους, που συνοδεύτηκαν από συγκεκριμένους φόρους ή προγράμματα λιτότητας, τα οποία κατόπιν οδήγησαν σε υψηλότερη ανεργία.
Όπως αναφέρει το ΑΜΠΕ, αυτά τα προγράμματα λιτότητας που επιβλήθηκαν σε χώρες που αντιμετωπίζουν κρίση, ευθύνονται, όπως σημειώνει, για τα εξαιρετικά υψηλά ποσοστά ανεργίας, ιδιαίτερα στους νέους. Φυσικά και θα πρέπει να μειωθούν τα χρέη και να γίνουν διαρθρωτικές αλλαγές, όμως όλα αυτά γίνονται αυτή τη στιγμή πολύ βεβιασμένα, αναφέρει χαρακτηριστικά.
Όπως παρατηρεί, η Ελλάδα και η Ισπανία έχουν ήδη πολύ υψηλά ποσοστά ανεργίας και αυτή η κατάσταση θα παραμείνει και τα επόμενα χρόνια και την ίδια στιγμή διαπιστώνεται μια μετανάστευση ανθρώπων από αυτές τις χώρες.
Ο κ. Πισσαρίδης θεωρεί ότι αν οι επί μέρους χώρες μπορούσαν να ρυθμίσουν οι ίδιες τις συναλλαγματικές τους ισοτιμίες, αυτό θα βοηθούσε στη λύση των προβλημάτων, ωστόσο αυτό δεν μπορεί να γίνει, τη στιγμή που υπάρχει κοινό νόμισμα, ενώ θα ήταν πολύ χειρότερο αν κάποια χώρα αποχωρούσε από το ευρώ, καθώς θα έχανε απότομα την πιστοληπτική της ικανότητα και κανείς πλέον δεν θα της χορηγούσε δάνειο και μέσα σε ελάχιστο χρόνο η χώρα μαζί με τις τράπεζές της θα χρεοκοπούσε.
Αναφερόμενος στο τέλος που επιβλήθηκε σε καταθέσεις στην Κύπρο και απαντώντας στο σχόλιο του δημοσιογράφου ότι οι καταθέτες είχαν κερδίσει στο παρελθόν σημαντικά ποσά από τους υψηλούς τόκους, επομένως τώρα θα μπορούσαν να συμμετάσχουν στη διάσωση των τραπεζών, ο Κύπριος οικονομολόγος και σύμβουλος του προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας επισημαίνει ότι οι καταθέτες αυτήν τη στιγμή πληρώνουν πολύ περισσότερα από όσα είχαν κερδίσει.
Ο ίδιος πάντοτε τασσόταν υπέρ των χαμηλότερων τόκων, όμως τώρα οι καταθέτες χάνουν σχεδόν όλα τα κεφάλαιά τους, όχι μόνο τα έσοδα από τους τόκους και αυτό, όπως τονίζει, «ήταν τελείως αυθαίρετο», συμπληρώνοντας πως υπάρχουν άνθρωποι που τον Ιανουάριο είχαν στην Κύπρο καταθέσεις ενός εκατομμυρίου και τον Μάρτιο έχασαν 900.000 ευρώ.
Κατά την άποψή του, είναι σαφές ότι η Κύπρος χρειάζεται ένα νέο επιχειρηματικό μοντέλο, το οποίο, όμως, δεν πρέπει να διαφέρει σημαντικά από το παλιό. Η Κύπρος μπορεί να προσφέρει υπηρεσίες στις επιχειρήσεις και όχι μόνο στον χρηματοπιστωτικό τομέα, διαθέτοντας ευνοϊκό φορολογικό σύστημα και υπάρχουν ακόμη αρκετά κίνητρα για τη δραστηριοποίηση των πολυεθνικών στη χώρα, με τη διαφορά ότι δεν θα έχουν πλέον μεγάλες καταθέσεις στη χώρα, λόγω του ότι τα επιτόκια δεν θα είναι το ίδιο ελκυστικά.
Ο ίδιος θεωρεί πως θα ήταν πολύ καλή εξέλιξη, αν μέσα σε τρία χρόνια θα μπορούσε να λειτουργήσει ένα νέο επιχειρηματικό μοντέλο για την Κύπρο.
Σε σχέση με τη διαχείριση της κυπριακής κρίσης και για το μέλλον της διαχείρισης κρίσεων, ο Κύπριος Νομπελίστας οικονομολόγος τονίζει ότι θα πρέπει να δίνεται μεγαλύτερη σημασία στις απόψεις των εμπλεκόμενων χωρών, επισημαίνοντας πως «η Γερμανία και η ΕΕ δεν έδωσαν την παραμικρή σημασία στις απόψεις της Κύπρου. Η διάσωση των τραπεζών δεν μπορεί πλέον να γίνεται έτσι αυθαίρετα. Εάν επιβάλλεται, τότε είναι επιτρεπτό να συμβάλουν και οι καταθέτες. Όχι, όμως, να τίθεται ένα οποιοδήποτε όριο και να κατάσχεται οτιδήποτε το ξεπερνά. Αυτό δεν είναι μόνο οικονομικά αμφιλεγόμενο, αλλά και κοινωνικά».
Ως προς τις χώρες των Βαλκανίων, ο ίδιος θεωρεί, όπως λέει, ότι θα πρέπει να ενταχθούν στην ΕΕ, αλλά όχι στην Ευρωζώνη καθώς η ένταξη στην Ευρωζώνη έχει νόημα μόνο εφόσον υπάρξει μια πραγματική τραπεζική και δημοσιονομική ένωση, κάτι που για τα επόμενα τουλάχιστον πέντε χρόνια ο ίδιος είναι απαισιόδοξος πως δεν θα συμβεί.