Ένας νόμος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος ενδέχεται να συζητηθεί και να ψηφιστεί σήμερα ή αύριο, θα προστατεύει πλήρως τους φορολογούμενους από την «διάσωση» τραπεζών οι οποίες πτωχεύουν μόνον εάν υπάρξει κι ένα παγκόσμιο ρυθμιστικό πλαίσιο, δήλωσε κορυφαίο στέλεχος της κεντρικής τράπεζας της Αγγλίας.
Ο υποδιοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας, Πολ Τάκερ, πρόσθεσε πάντως ότι το νομοθέτημα της ΕΕ το οποίο ρυθμίζει τα θέματα που άπτονται των δυνητικών μελλοντικών διαδικασιών διάσωσης ή εκκαθάρισης των τραπεζών μπορεί να αποτελέσει ένα ορόσημο για την δημιουργία ενός παγκόσμιου συστήματος και θα μπορούσε να συμβάλει να πειστούν οι αγορές πως οι κυβερνήσεις δεν είναι πλέον διατεθειμένες να διασώζουν τις συστημικά σημαντικές τράπεζες.
Αφότου οι κυβερνήσεις αναγκάστηκαν να διασώσουν τις τράπεζες κατά την διάρκεια της οικονομικής κρίσης της περιόδου 2007-2009, οι ρυθμιστικές αρχές επιδίωκαν να αλλάξουν την κρατούσα αντίληψη στις αγορές ότι τα συστημικά σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα δεν θα αφήνονταν να πτωχεύσουν.
Η Επιτροπή Οικονομικών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου αναμένεται να προχωρήσει στην πρώτη ψηφοφορία για το νομοθέτημα αυτό στο Στρασβούργο στις 21:30 (ώρα Ελλάδας). Το ΕΚ έχει από κοινού με τα κράτη-μέλη της ΕΕ λόγο για το νομοθέτημα αυτό, το οποίο θα δώσει στις ρυθμιστικές αρχές το δικαίωμα να επιβάλουν ζημίες στους πιστωτές, να καθαιρούν διοικητικά στελέχη τραπεζών και να τα αντικαθιστούν καθώς και να προχωρούν σε άλλα βήματα όταν μια τράπεζα αντιμετωπίζει προβλήματα.
Σε ομιλία του στην Ολλανδία, ο Τάκερ ανέφερε ότι υπήρξε «αξιοσημείωτη σύγκλιση» το τελευταίο διάστημα σε ό,τι αφορά μια διεθνή προσέγγιση για την εκκαθάριση τραπεζών οι οποίες συνήθως λειτουργούν σε πολλές χώρες.
Όμως χρειάζεται μεγαλύτερη πολιτική βούληση καθώς το κλείσιμο μιας μεγάλης τράπεζας θα αποτελούσε σήμερα «εφιάλτη», είπε ο ίδιος.
Ο νόμος της ΕΕ περιέχει διατάξεις οι οποίες προβλέπουν ότι οι μεγάλες τράπεζας θα είναι αναγκασμένες να διαθέτουν ένα ελάχιστο ποσό σε αξιόγραφα μετατρέψιμα σε μετοχικό κεφάλαιο, ώστε να μπορούν να ανακεφαλαιοποιούνται χωρίς τη συμβολή χρημάτων των φορολογούμενων.
Ο Τάκερ είπε ότι χρειάζεται να συνεχιστεί η συζήτηση για την δημιουργία τέτοιων δικλείδων ασφαλείας σε παγκόσμιο επίπεδο. Αυτός ο μηχανισμός «απορρόφησης ζημιών» θα πρέπει να είναι ισοδύναμος με το ποσό του κεφαλαίου που ένα πιστωτικό ίδρυμα διατηρεί απαραίτητα ως ίδιο κεφάλαιο, με ένα επιπλέον περιθώριο για ασφάλεια.
Οι μεγαλύτερες τράπεζες θα πρέπει να δημιουργήσουν έναν τέτοιο μηχανισμό που θα διαθέτει ίδια κεφάλαια ύψους 9,5% του συνόλου ως το 2019, αν και πολλές βρίσκονται ήδη σε αυτό ή ακόμα και σε υψηλότερο επίπεδο, λόγω των πιέσεων από τις αγορές και τις ρυθμιστικές αρχές.
Ακόμα πρέπει οι τράπεζες να μην διακρατούν μεγάλες ποσότητες αξιόγραφων άλλων τραπεζών, ούτε οι μεγάλες ασφαλιστικές επιχειρήσεις να διατηρούν στα χαρτοφυλάκιά τους μεγάλα ποσά σε τραπεζικά αξιόγραφα, υπογράμμισε ο Τάκερ.
Το ανώτατο στέλεχος της ΤτΑ υποστήριξε τη θέση, για την οποία υπάρχει γενικευμένη συναίνεση στην ΕΕ, ότι οι αποταμιευτές που έχουν ως και 100.000 ευρώ σε τρεχούμενους λογαριασμούς, λογαριασμούς ταμιευτηρίου ή άλλες τοποθετήσεις δεν θα πρέπει να υφίστανται ζημίες σε περίπτωση ‘διάσωσης’ μιας τράπεζας, κάτι που αναμένεται να επιβεβαιωθεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Υπάρχουν επίσης λόγοι να προστατεύονται ανασφάλιστες καταθέσεις, ιδίως μικρών επιχειρήσεων και φιλανθρωπικών οργανώσεων, καθώς και οργανώσεων αρωγής.
Οι υπουργοί Οικονομικών των κρατών-μελών της ΕΕ συμφώνησαν την περασμένη εβδομάδα ότι οι ανασφάλιστοι καταθέτες θα αντιμετωπίζουν δυνητικά ζημίες και στη σημερινή ψηφοφορία το ΕΚ αναμένεται να ταχθεί υπέρ αυτής της θέσης, υπό τον όρο ότι θα υφίστανται απώλειες μόνον έπειτα από τους μετόχους και τους πιστωτές των τραπεζών.
Ακόμα κι αν θεσπιστεί ένα σύστημα σε επίπεδο ΕΕ, κατέληξε ο Τάκερ, πολλές τράπεζες θα χρειαστεί να αναδιοργανωθούν ώστε να είναι εφικτή η ευκολότερη εκκαθάρισή τους.
Ο Επίτροπος της ΕΕ αρμόδιος για τα χρηματοοικονομικά Μισέλ Μπαρνιέ αναμένεται να ανακοινώσει το φθινόπωρο τις αποφάσεις των Βρυξελλών για το εάν οι συστημικά σημαντικές τράπεζες πρέπει να ‘σπάσουν’ ώστε να διαχωριστούν οι δραστηριότητες που εμπεριέχουν μεγαλύτερους οικονομικούς κινδύνους από τις τυπικές τους δραστηριότητες.