Το Κέντρο Οικονομικών Ερευνών του Πανεπιστημίου Κύπρου προβλέπει ότι στα επόμενα χρόνια, ιδιαίτερα το υπόλοιπο του 2013 και το 2014, η κυπριακή οικονομία θα είναι σε βαθιά ύφεση.
Ένας από τους πιο σοβαρούς λόγους για την τραγική κατάσταση της οικονομίας είναι το γεγονός, σύμφωνα με σχετική μελέτη που εκπονήθηκε από τον καθηγητή Πάνο Πασιαρδή και τους συνεργάτες του ερευνητές δρα Νικολέττα Πασιουρτίδου και δρ. Χρήστο Κουτσαμπέλα, είναι ότι «οι εκάστοτε διοικούντες διαμόρφωναν την οικονομική πολιτική του κράτους όχι στη βάση επιχειρημάτων που οδηγούσαν σε μέτρα για μεγιστοποίηση του εθνικού προϊόντος της χώρας, αλλά στη βάση εξυπηρέτησης των συμφερόντων οργανωμένων ομάδων που προσπαθούσαν να αποσπάσουν όσο το δυνατό μεγαλύτερο μερίδιο ενός κολοβού εθνικού προϊόντος».
Στη μελέτη επισημαίνεται ότι, είναι φανερό ότι η ΕΕ χρησιμοποίησε (κατά γενική ομολογία βάναυσα) την Κύπρο για να στείλει το μήνυμα ότι δεν είναι φιλανθρωπικό ίδρυμα, και η κάθε χώρα-μέλος πρέπει να αναλαμβάνει τις συνέπειες της οικονομικής κακοδιαχείρισής της.
Ωστόσο, το γεγονός ότι η κυπριακή οικονομία έχει καταστραφεί στα πλαίσια της Ευρωζώνης «δεν συνεπάγεται ότι η έξοδος από το ευρώ θα βοηθούσε στην ανάκαμψή της. Αντίθετα, επειδή είναι η ίδια η συμμετοχή στην Ευρωζώνη που σε μεγάλο βαθμό επέτρεψε στην κυπριακή οικονομία να εξαντλήσει ένα τόσο μεγάλο περιθώριο δανεισμού και να ολισθήσει σε ένα τόσο χαμηλό επίπεδο χρηματοοικονομικής (και όχι μόνο) αξιοπιστίας, μόνο με ένα ισχυρό νόμισμα – τουλάχιστον όπως το ευρώ – θα μπορούσε να ανακάμψει», σημειώνεται . Για αυτό το λόγο, τονίζεται, η όποια συζήτηση για έξοδο από το ευρώ είναι εκτός πραγματικότητας και αποπροσανατολίζει τις προσπάθειες διαμόρφωσης οικονομικής πολιτικής για έξοδο από την ύφεση.
Το ΚΟΕ διατυπώνει μια σειρά προτάσεων για αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης. Ιδιαίτερα, η μελέτη καλύπτει τα εξής ζητήματα:
Προσέλκυση ξένων επενδύσεων, όχι καταθέσεων
Οι πολυεθνικές εταιρείες επενδύουν σε χώρες με υψηλή παραγωγικότητα (και υψηλή φορολογία) για να πραγματοποιούν υψηλά κέρδη, τα οποία στη συνέχεια μεταφέρουν σε χώρες με χαμηλή φορολογία (και χαμηλή παραγωγικότητα) ώστε να μεγιστοποιούν την καθαρή απόδοση των επενδύσεών τους. Με το υφιστάμενο φορολογικό σύστημα στην Ε.Ε. οι ξένες επενδύσεις, πράγματι, κατανέμονται ορθολογικά (δηλ. εκεί που είναι πιο παραγωγικές) άσχετα αν διαφέρει ή όχι ο συντελεστής φορολογίας μεταξύ των χωρών-μελών.
Όμως, το ίδιο δεν συμβαίνει με τα κέρδη, που απλά δεν αποταμιεύονται στις χώρες με την υψηλότερη παραγωγικότητα αλλά σε αυτές με τη χαμηλότερη φορολογία. Στο επίπεδο της Ε.Ε. αυτό είναι αθέμιτος φορολογικός ανταγωνισμός, με την έννοια ότι αντιμάχεται την αποτελεσματική χρήση των διαθέσιμων πόρων. Επομένως, είναι λογικό μια οικονομική ένωση να θέλει να τον εξαλείψει, όσο και αν αυτό δεν αρέσει σε όσους ωφελούνται από αυτόν τον ανταγωνισμό.
Χωρίς να αμφισβητείται, επισημαίνεται, το βραχυχρόνιο οικονομικό όφελος της Κύπρου από τη χαμηλή φορολογία στα κέρδη των ξένων εταιρειών, «δεν είναι βέβαιο ότι μια τέτοια πολιτική οδηγεί σε αειφόρο (sustainable) οικονομική ανάπτυξη, ακόμη και όταν δεν είναι αιτία για προστριβές με τους οικονομικούς εταίρους της στην Ε.Ε.».
Η προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων, πράγματι, βοηθά την αύξηση της παραγωγικότητας με εισαγωγή νέας τεχνολογίας και διοικητικών δεξιοτήτων που διαχέονται σε όλη την οικονομία και συμβάλλουν στην ισορροπημένη και μακροχρόνια οικονομική ανάπτυξη. Αντίθετα, η μελέτη υποστηρίζει, ότι η προσέλκυση ξένων κερδών (αποταμιεύσεων) οδηγεί σε μια ανισόρροπη χρηματοπιστωτική επέκταση που μόνο αειφόρος και μακροχρόνια ανάπτυξη δεν μπορεί να χαρακτηριστεί.
Επισημαίνεται ότι, η Κύπρος χρειάζεται περισσότερα μέτρα αύξησης της παραγωγικότητάς της (μείωση του εργατικού κόστους, κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό, μείωση των επιτοκίων και του φόρου εισοδήματος, λιγότερα γραφειοκρατικά κωλύματα και περισσότερες διευκολύνσεις κλπ) για προσέλκυση ξένων επενδύσεων υψηλής απόδοσης για αειφόρο ανάπτυξη της πραγματικής οικονομίας. «Δεν χρειάζεται τόσο μεγάλη έμφαση στην παροχή φορολογικών και άλλων κινήτρων για την προσέλκυση ξένων κερδών που οδηγούν σε εξάρτηση από πρόσκαιρα χρηματικά οφέλη υψηλού κινδύνου», σημειώνεται.
Στην μελέτη υποδεικνύεται ότι ο βαθμός που οι τόκοι που απέφεραν οι καταθέσεις στις κυπριακές τράπεζες τα τελευταία πέντε χρόνια ήσαν υψηλότεροι από το μέσο όρο στην Ευρωζώνη, δυνατόν να θεωρηθούν ως υπεραξία και να φορολογηθούν.
Για παράδειγμα, αν το μέσο επιτόκιο των καταθέσεων στην Κύπρο στη διάρκεια της πενταετίας ήταν 4%, ενώ στην Ευρωζώνη μόνο 2%, τότε εύκολα θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι μια φορολογία της τάξης του 10% επί του μέσου όρου των καταθέσεων στις κυπριακές τράπεζες την τελευταία πενταετία (από το 2008 μέχρι και το 2012) δικαιολογείται στη βάση κριτηρίων οικονομικής αποτελεσματικότητας, με την έννοια ότι αυτό που γινόταν στην περίοδο αυτή ήταν αποτέλεσμα μιας στρέβλωσης στην αγορά χρήματος.
«Μια τέτοια φορολογία θα γινόταν, επίσης, αποδεκτή στη βάση δεοντολογικών κριτηρίων επειδή, σε αντίθεση με αυτούς στη Λαϊκή Τράπεζα και στην Τράπεζα Κύπρου, οι καταθέσεις σε άλλες τράπεζες και συνεργατικά ιδρύματα, που δεν έχουν επηρεαστεί από το ‘κούρεμα’, στην πραγματικότητα έχουν ωφεληθεί περισσότερο από ότι θα συνέβαινε υπό κανονικές συνθήκες», υποστηρίζουν οι Πανεπιστημιακοί, που εκπόνησαν την μελέτη.
Μείωση κρατικού μισθολογίου και φόρου εισοδήματος
Σύμφωνα με το ΚΟΕ τα μέτρα που έχουν ληφθεί μέχρι τώρα «δεν έχουν σμικρύνει τις μισθολογικές διαφορές μεταξύ του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, ούτε συνολικά αλλά ούτε και ανάμεσα στις διάφορες επαγγελματικές ομάδες, επειδή:
– τις μειώσεις των μισθών στο δημόσιο τομέα ακολούθησαν ανάλογες – αν όχι μεγαλύτερες – μειώσεις μισθών στον ιδιωτικό τομέα, και
– οι μειώσεις μισθών στο δημόσιο τομέα δεν στοχεύουν κατηγορίες υπαλλήλων των οποίων οι μισθοί είναι υψηλότεροι στον κρατικό από ότι στον ιδιωτικό τομέα».
Όπως εξηγείται για να μειωθεί η διαφορά του καθαρού (μετά το φόρο) μέσου μισθού μεταξύ του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, η κυβέρνηση πρέπει μαζί με τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων να μειώσει ταυτόχρονα και το φόρο εισοδήματος.
Οι μειωμένες φορολογικές εισπράξεις θα αντισταθμίζονται με τις μειώσεις του κρατικού μισθολογίου ώστε δεν θα επηρεαστούν αρνητικά τα δημοσιονομικά. Ένα πρόσθετο πλεονέκτημα μια τέτοιας μεταρρύθμισης, αναφέρεται, είναι ότι το κράτος δεν θα πληρώνει τους υπαλλήλους του υψηλούς μισθούς και στη συνέχεια να τους παίρνει πίσω ένα μεγάλο μέρος ως φόρο εισοδήματος και εισφορές στα διάφορα Ταμεία.
Μια μείωση στη φορολογία εισοδήματος έχει, επίσης, το πλεονέκτημα (πάντα στη βάση ορθολογικής οικονομικής προσέγγισης και όχι του τί είναι το ‘κατά το δοκούν’ δίκαιο) ότι θα μετριάσει, σύμφωνα με την μελέτη, τη μεγάλη πτώση του καθαρού μισθού των δημοσίων υπαλλήλων στις υψηλές κλίμακες, που σε σύγκριση με τον ιδιωτικό τομέα δεν είναι μισθολογικά ευνοούμενοι.
Ωστόσο, για να μειωθούν συστηματικά οι στρεβλώσεις στη δομή του κρατικού μισθολογίου πρέπει η κυβέρνηση να προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα και να επιβάλει επιλεκτικά μειώσεις μισθών στις ευνοούμενες (σε σύγκριση με τον ιδιωτικό τομέα) κατηγορίες δημοσίων υπαλλήλων. Βέβαια, επιημαίνεται, αυτό είναι «ένα πολιτικά δύσκολο εγχείρημα, γιατί οι κατηγορίες των δημοσίων υπαλλήλων που θα κληθούν να δεχτούν τη μεγαλύτερη μείωση μισθού είναι αυτές που έχουν τη μεγαλύτερη συντεχνιακή δύναμη».
Επιπλέον το ΚΟΕ του Πανεπιστημίου Κύπρου εισηγείται μεταξύ άλλων:
– το αφορολόγητο ποσό στην Κύπρο είναι σχετικά πολύ υψηλό και πρέπει να μειωθεί, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι οι μισθοί μειώνονται, και
– η αύξηση του εισοδήματος για μετάβαση από τη μια κλίμακα φορολογικού συντελεστή στην επόμενη είναι μικρή και πρέπει να διευρυνθεί, ώστε η μετάβαση από το μηδενικό στον πιο υψηλό φορολογικό συντελεστή να μην γίνεται σε ένα μικρό εύρος εισοδήματος, όπως συμβαίνει σήμερα.
Στην παρούσα φάση ενδείκνυται να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στην παροχή υπηρεσιών (εκπαίδευση, υγεία, παιδική φροντίδα, αντί στις χρηματικές χορηγίες. Αυτό γιατί, σε αντίθεση με τις χρηματικές χορηγίες, οι παροχές σε είδος πιο δύσκολα γίνονται αντικείμενο κατάχρησης εκ μέρους των δικαιούχων, ενώ είναι πιο εύκολη η δυνατότητα αποτελεσματικής στόχευσής τους σε αυτούς που πραγματικά τις έχουν ανάγκη.
Τέλος, η μελέτη δίνει και μια πολιτική ερμηνεία, αναφέροντας ότι «πολλές πολιτικές επιλογές της Κύπρου (όπως η απόρριψη του Σχεδίου Ανάν το 2004, η εκλογή «κομμουνιστικής» κυβέρνησης το 2008 και η «αρνητική» στάση της στις διαπραγματεύσεις ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε.) ποτέ δεν ήταν αρεστές στα ανώτερα δώματα της ευρωπαϊκής εξουσίας».
Δείτε εδώ όλες τις δραματικές εξελίξεις στην Κύπρο με συνεχή ενημέρωση από το newsbeast.gr