Με σημερινή ανακοίνωσή του ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών αναφέρεται στις εξαγγελίες του υπουργού Οικονομικών για τα νέα φορολογικά μέτρα. Ειδικότερα, στην ανακοίνωση του ΔΣΑ αναφέρεται:

«Στο πλαίσιο της διαβούλευσης για την περαίωση των φορολογικών υποθέσεων, το υπουργείο Οικονομικών έδωσε προχθές στη δημοσιότητα τις τέσσερις “μείζονες θεσμικές αλλαγές” που σχεδιάζει στη διαδικασία εκδίκασης των φορολογικών και τελωνειακών διαφορών.

Οι αλλαγές αυτές θα πλήξουν καίρια την παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας στους πολίτες, οι οποίοι είναι οι μόνοι που δεν ευθύνονται για την καθυστέρηση της εκδίκασης των υποθέσεών τους στα διοικητικά δικαστήρια. Επίσης, με τρόπο πρωτοφανή και ακατανόητο επιδιώκεται τα όργανα των φορολογικών αρχών να απαλλαγούν από την “ενοχλητική” τήρηση των τύπων όταν διεξάγουν ελέγχους και επιβάλλουν φόρους και πρόστιμα.

Ειδικότερα:

1) η πρόβλεψη περιορισμού της διάρκειας ισχύος της προσωρινής διαταγής στις 30 ημέρες θα στερήσει από τον πολίτη τη συνταγματικά κατοχυρωμένη προσωρινή δικαστική προστασία, δεδομένου ότι σήμερα οι αποφάσεις των δικαστηρίων επί αιτήσεων αναστολής εκδίδονται κατά μέσο όρο τέσσερις μήνες μετά την υποβολή της αίτησης. Με τη ρύθμιση αυτή, η χορήγηση προσωρινής διαταγής δεν θα έχει κανένα αντίκρισμα και ο πολίτης θα πληρώνει την καθυστέρηση των δικαστηρίων να δικάσουν τις αναστολές και να εκδώσουν τις σχετικές αποφάσεις.

2) η επιδιωκόμενη “οριοθέτηση του βάρους απόδειξης και της εξουσίας του δικαστηρίου όταν δικάζει αναστολή με αντικείμενο φορολογική υπόθεση” συνιστά στην πραγματικότητα ακατανόητη πρόταση, καθώς σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν σήμερα, ο πολίτης που ζητά την αναστολή εκτέλεσης, έχει και το βάρος απόδειξης της οικονομικής του αδυναμίας. Εξάλλου, τα διοικητικά δικαστήρια έχουν τη δυνατότητα να χορηγούν μερική αναστολή. Συνεπώς, όταν ο δικαστής χορηγεί ολική αναστολή, τούτο σημαίνει ότι ο πολίτης του έχει αποδείξει είτε ότι βρίσκεται σε πλήρη αδυναμία καταβολής του φόρου που βεβαιώνεται σε βάρος του είτε ότι η προσφυγή του είναι προδήλως βάσιμη. Σε μια τέτοια περίπτωση, σε τι θα συνίσταται η “δραστηριοποίηση των αδρανοποιούμενων εισπρακτικών μηχανισμών;”

3) επιδιώκεται η κατάργηση της έφεσης στις φορολογικές δίκες. Η αλλαγή αυτή μοιάζει αναπόφευκτη σήμερα. Ωστόσο, πρόκειται για λύση του τύπου “πονάει χέρι, κόβει χέρι”. Πριν φθάσουμε στο σημείο αυτό, θα έπρεπε να αναζητηθούν τα πραγματικά αίτια διόγκωσης του αριθμού των εκκρεμών φορολογικών υποθέσεων, μεταξύ των οποίων ο καταλογισμός φόρων και προστίμων για επουσιώδεις παραλείψεις και η επιβολή εξοντωτικών προσαυξήσεων, αποτέλεσμα της συνήθους πρακτικής των ΔΟΥ να ελέγχουν τις φορολογικές υποθέσεις κατά το τελευταίο έτος πριν την παραγραφή. Επίσης, θα έπρεπε να αναζητηθούν άλλες λύσεις, όπως η παροχή οδηγιών στους Προϊσταμένους των ΔΟΥ για το πως να επιλύουν πραγματικά τις φορολογικές διαφορές και να μην εξωθούν τους φορολογουμένους στα δικαστήρια, αρκούμενοι στη φράση “έχετε δίκιο αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε. Κάντε προσφυγή και θα δικαιωθείτε”. Επίσης, η αποτροπή, με την επιβολή ακόμα και πειθαρχικών κυρώσεων, της άσκησης προδήλως αβάσιμων ενδίκων μέσων κατά δικαστικών αποφάσεων που δικαιώνουν τους φορολογουμένους.

4) καμία τυπική πλημμέλεια και, πολύ περισσότερο, κανένας ουσιώδης τύπος της διαδικασίας, όπως λ.χ. το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης, δεν είναι “ανούσιος”. Δεν υπάρχουν ανούσιοι ουσιώδεις τύποι, οι δε επουσιώδεις πλημμέλειες δεν οδηγούν σε ακύρωση των πράξεων. Η τήρηση των τύπων είναι αυτή που διασφαλίζει ότι ο φορολογούμενος θα πληροφορηθεί επαρκώς για όσα του καταλογίζονται και θα έχει το χρόνο να προετοιμάσει την υπεράσπισή του. Συνεπώς, η βλάβη του πολίτη από την μη τήρηση των τύπων δεν χρειάζεται απόδειξη.

Αντί να προσπαθεί η Φορολογική Διοίκηση να αποφύγει τις συνέπειες των πλημμελών ενεργειών της, θα μπορούσε να στελεχώσει τα δικαστικά τμήματα των ΔΟΥ με εξειδικευμένους νομικούς – δικηγόρους, οι οποίοι θα εξασφαλίζουν την αποτροπή λαθών που επαναλαμβάνονται με τραγελαφικό τρόπο στα φύλλα ελέγχου που συντάσσονται από τις ΔΟΥ.

Οι προτεινόμενες θεσμικές αλλαγές στην πραγματικότητα αποτελούν θεσμικές εκτροπές, με τις όποιες επιδιώκεται η ελαχιστοποίηση της δικαστικής προστασίας των πολιτών και τελικά η παρεμπόδιση του έργου της δικαιοσύνης.

Η Ελλάδα μπορεί να είναι ένα κράτος σε οικονομική κρίση, τούτο όμως δεν σημαίνει ότι πρέπει να πάψει να είναι Κράτος Δικαίου».