Αρνητικές επιπτώσεις για τις αμερικανικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην Κίνα έχει ο εμπορικός πόλεμος της χώρας με τις ΗΠΑ, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που πολλές- πάνω από το ένα τρίτο- εξετάζουν το ενδεχόμενο να μετεγκατασταθούν, αλλά όχι στις ΗΠΑ.
Σύμφωνα με έκθεση του Αμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου στην Κίνα μεταξύ των μελών του, που δημοσιεύθηκε σήμερα, τα τρία τέταρτα των επιχειρήσεων αναφέρουν ότι οι αυξήσεις των δασμών στα αμερικανικά και κινεζικά προϊόντα έχουν «αρνητικό αντίκτυπο» στις δραστηριότητές τους.
Εκτός από την αύξηση των δασμών, που ανεβάζει το κόστος παραγωγής, πολλές εταιρείες δηλώνουν ότι είναι παράπλευρα θύματα της αντιπαλότητας μεταξύ των δύο δυνάμεων.
Σχεδόν οι μισές από τις 250 εταιρείες που συμμετείχαν στην έρευνα δήλωσαν ότι από την προηγούμενη χρονιά είναι θύματα διάφορων αντιποίνων στην Κίνα, με το ένα πέμπτο από αυτές να σημειώνουν για παράδειγμα ότι έγιναν στόχος αυξημένων ελέγχων στα τελωνεία ή ότι καθυστέρησε πολύ ο εκτελωνισμός των προϊόντων τους.
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε την προηγούμενη εβδομάδα μετά τη νέα όξυνση του εμπορικού πολέμου μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ και την ανακοίνωση της νέας αύξησης των δασμών τόσο από το Πεκίνο όσο και από την Ουάσινγκτον, όπως σημειώνει το ΑΜΠΕ.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, το 35% των εταιρειών που συμμετείχαν δήλωσε ότι εξετάζει μια στρατηγική «στην Κίνα για την Κίνα», δηλαδή να επενδύει στη χώρα μόνο για να εξυπηρετεί την τοπική αγορά και όχι για να εξάγει προς τις ΗΠΑ ή προς τρίτες χώρες.
Περισσότερο από το 40% των εταιρειών διευκρίνισε ότι έχει ήδη μεταφέρει τις εγκαταστάσεις παραγωγής του ή σκοπεύει να το κάνει, κατά προτίμηση στο Μεξικό ή στη νοτιοανατολική Ασία.
Αντίθετα με τις προσδοκίες του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ μόνο το 6% των εταιρειών που απάντησε στην έρευνα δήλωσε ότι σκοπεύει να εγκαταστήσει και πάλι εργοστάσια στις ΗΠΑ.
Παρά τα προβλήματα περισσότερες από τις μισές αμερικανικές εταιρείες δήλωσαν έτοιμες να υπομείνουν τις μακροχρόνιες διαπραγματεύσεις μεταξύ Ουάσινγκτον και Πεκίνου, αν αυτό επιτρέψει να αντιμετωπιστούν «τα δομικά προβλήματα» και να καταλήξουν σε δίκαιες συνθήκες ανταγωνισμού για τους ξένους επιχειρηματίες.