Όταν τρεις φίλοι από το κολέγιο δεν μπορούσαν να βρουν υγιεινά και οικονομικά γεύματα στη γειτονιά τους στην πρωτεύουσα των ΗΠΑ, Ουάσινγκτον, αποφάσισαν να λύσουν το πρόβλημα ανοίγοντας το δικό τους εστιατόριο.
Μετά από 13 χρόνια, η εταιρεία τους με το όνομα Sweetgreen εκτιμάται ότι αξίζει περισσότερο από 1 δισεκατομμύριο δολάρια.
Κοιτάζοντας πίσω στο παρελθόν, ο Nicolas Jammet λέει ότι αυτός, ο Jonathan Neman, και ο τρίτος συνιδρυτής της εταιρείας Nathaniel Ru δεν είχαν πού να φάνε.
«Το πιο νόστιμο, προσβάσιμο και δημοφιλές φαγητό ήταν και το λιγότερο υγιεινό» δήλωσε στο BBC. «Δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε γιατί δεν είχαμε εναλλακτικές».
Αν και κανείς τους δεν είχε εμπειρία στη διεύθυνση ενός εστιατορίου και χωρίς ακόμη να έχουν πάρει το πτυχίο τους στη Διοίκηση Επιχειρήσεων, τον Οκτώβριο του 2006 οι 22χρονοι ξεκίνησαν την επιχείρησή τους στη φοιτητική εστία.
Η κεντρική ιδέα ήταν να στήσουν ένα εστιατόριο γρήγορου φαγητού (fast food) που πουλάει σαλάτες, κρύες και ζεστές, όπως ψητά λαχανικά. Και αντί να αγοράζουν τις πρώτες ύλες από σουπερμάρκετ, τις προμηθεύονταν από ντόπιους παραγωγούς για να εξασφαλίσουν ότι είναι φρέσκες.
Μέχρι το καλοκαίρι του 2007 και μετά την αποφοίτησή τους, οι τρεις φίλοι είχαν συγκεντρώσει 300.000 δολάρια από φίλους και συγγενείς. Τότε αποφάσισαν να ανοίξουν το πρώτο εστιατόριο Sweetgreen σε μια εγκαταλελειμμένη pub σε περιοχή της Ουάσινγκτον.
«Απλώς ανοίξαμε τις πόρτες. Προσλάβαμε μερικούς φοιτητές, αλλά δεν τους εκπαιδεύσαμε καλά» είπε ο Nicolas. «Την πρώτη μέρα είμασταν αργοί, αλλά νιώθαμε ότι είχαμε πολλή δουλειά γιατί δοκιμάζαμε το σύστημά μας και πηγαίναμε πολύ αργά. Μετά κάθε μέρα είχαμε πιο πολύ κόσμο».
Ο Jonathan επισημαίνει ότι δεν είχαν ακριβή σχέδια για το μέλλον: «Δεν θεωρούσαμε ότι θα κάνουμε καριέρα μέσω του μαγαζιού. Το βλέπαμε μόνο ως λύση του προβλήματος που είχαμε με το ανθυγιεινό φαγητό. Μετά θα κάναμε κάτι άλλο».
Αλλά καθώς το πρώτο κατάστημα κέρδιζε σε φήμη και με καθημερινές ουρές μέχρι τον δρόμο, οι τρεις φίλοι συνειδητοποίησαν ότι είχαν δημιουργήσει μια επιχείρηση που επιδεχόταν ανάπτυξης. Αποφάσισαν λοιπόν να επικεντρώσουν την προσοχή τους στο Sweetgreen και να ανοίξουν νέα καταστήματα. Αυτό βέβαια απαιτούσε κεφάλαιο και στην αρχή δεν ήταν προσοδοφόρο.
«Για πολλά χρόνια ήταν πολύ δύσκολο να πείσουμε ανθρώπους να επενδύσουν στο Sweetgreen. Δεν είχαμε παρελθόν, ήμασταν απλώς φοιτητές» είπε ο Jonathan. «Άλλωστε ο κόσμος πιστεύει ότι τα περισσότερα εστιατόρια αποτυγχάνουν τον πρώτο χρόνο».
Ωστόσο το υγιεινό, πρόχειρο φαγητό Sweetgreen τελικά προσέλκυσε επιχειρηματίες με υψηλή οικονομική στάθμη όπως ο Steve Case και ο Γάλλος σεφ Daniel Boulud.
Μετά από καινούργια καταστήματα στην Ουάσινγκτον, η αλυσίδα Sweetgreen έχει τώρα 90 υποκαταστήματα σε όλες τις ΗΠΑ και πρόκειται να ανοίξουν άλλα 20 φέτος. Η συνολική επένδυση ανέρχεται σε 365 εκατομμύρια δολάρια και η επιχείρηση απασχολεί περισσότερους από 3.500 υπαλλήλους. Μάλιστα σύμφωνα με τον ειδικό σύμβουλο εστιατορίων Aaron Allen, τα ετήσια έσοδά της υπολογίζονται σε περίπου 120 εκατομμύρια δολάρια.
Ο Nicolas ανέφερε ότι καθώς η επιχείρηση επεκτείνεται, είναι σαφής η δέσμευση να αγοράζει τα προϊόντα από Αμερικανούς γεωργούς, παρά το γεγονός ότι κάποιες χρονιές ορισμένα φρούτα και λαχανικά δεν είναι διαθέσιμα.
«Είμαστε στο έλεος της Μητέρας Φύσης» είπε. «Μια από τις πιο δημοφιλείς σαλάτες είναι αυτή με το ροδάκινο. Αλλά μια χρονιά η σοδειά στις ΗΠΑ καταστράφηκε από την κακοκαιρία. Θα μπορούσαμε να πάρουμε ροδάκινα από τη Νότια Αμερική και να βγάλουμε τα λεφτά μας, αλλά έχουμε αποκλειστικό προμηθευτή του συγκεκριμένου φρούτου. Οπότε τον ρωτήσαμε τι άλλο έχει για εμάς. Είπε ότι έχει μύρτιλα και σμέουρα, οπότε αποφασίσαμε να φτιάξουμε μια σαλάτα με μούρα».