Όταν το 1876 ο ξυλουργός Κωνσταντίνος Μόσχος έστηνε στο χωριό Φωτεινή της Καστοριάς τη «Φάρμα Μόσχου», πιθανώς δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι το εγχείρημά του όχι απλά θα παρέμενε «ζωντανό» εν έτει 2018, αλλά και ότι η πέμπτη γενιά που εξακολουθεί να το «τρέχει» σήμερα, θα το μετέτρεπε σε μια σύγχρονη, δυναμική και καθετοποιημένη μονάδα.
Οι δίδυμοι Θωμάς και Χρήστος Μόσχος, 31 ετών, ανέλαβαν τα «ηνία» της μονάδας το 2014 και πέραν της φροντίδας και της επιμονής τους για την παραγωγή -όπως λένε- της υψηλότερης δυνατής ποιότητας προϊόντων, με βάση τις συνταγές της μητέρας και του παππού της οικογένειας, εστιάζουν με… επιμονή στο επιχειρείν.
«Χωρίς συνεργασίες και επιχειρηματικό πνεύμα, δεν μπορείς να πας πολύ μακριά και αυτό πρέπει να καταστεί σαφές και ξεκάθαρο σε όλους τους ανθρώπους του πρωτογενούς τομέα», επισήμανε μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο απόφοιτος της Γαλακτοκομικής Σχολής Ιωαννίνων, Θωμάς Μόσχος, λέγοντας: «αντιλήφθηκα τη δύναμη του “η ισχύς εν τη ενώσει”, όταν το 2009 επισκέφτηκα τη Γερμανία και είδα καθετοποιημένες μονάδες και τους αγρότες να συνεταιρίζονται».
Ιεραρχώντας δε τους στόχους που έχουν τεθεί, ο ίδιος είπε ότι αυτοί είναι «η επέκταση του δικτύου λιανικής της επιχείρησης, με πώληση των γαλακτοκομικών προϊόντων που παρασκευάζονται με γάλα δικής μας παραγωγής και με τις συνταγές να έχουν αναλάβει η μητέρα μου, Φιλαρέτη και ο παππούς μου, Χρήστος, και η “πλήρης απεξάρτηση” από τις γαλακτοβιομηχανίες». Ξεκαθάρισε βέβαια, ότι «ακόμη μεγαλύτερη σημασία έχει για εμένα και τον αδερφό μου, αλλά και όλη την οικογένειά μου που δουλεύουμε στη “Φάρμα Μόσχου”, η πώληση γαλακτοκομικών προϊόντων στην υψηλότερη δυνατή ποιότητα και στη χαμηλότερη δυνατή τιμή της αγοράς».
Το δίκτυο λιανικής που μεγεθύνεται και το παγωτό που «καταφθάνει» το φετινό καλοκαίρι
Στα πέντε καταστήματα αναμένεται να φτάσει το δίκτυο λιανικής της «Φάρμας Μόσχου» στο τέλος του 2019, με τον Θωμά Μόσχο να επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ: «Λειτουργούμε ήδη δύο καταστήματα στο Άργος Ορεστικό και στην Καστοριά και μέχρι τέλους 2019 θα κάνουν το ντεμπούτο τους άλλα τρία σε Φλώρινα, Αμύνταιο και ένα στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, το οποίο θα ανεβάσει ρολά με τη μέθοδο Franchising (δικαιόχρησης)». Αναφορικά με τον τελικό αριθμό των καταστημάτων που θα λειτουργήσουν υπό το brand της Φάρμας με όρους δικαιόχρησης διευκρίνισε ότι «αυτό δεν έχει ακόμη καθοριστεί» και πρόσθεσε: «Μας ενδιαφέρει το franchising, αλλά προχωράμε πολύ προσεκτικά, ζυγίζοντας και σταθμίζοντας κάθε κίνηση».
Με το γάλα της δικής της παραγωγής, η «Φάρμα Μόσχου» πουλά μέσω του δικτύου λιανικής της κωδικούς εννέα προϊόντων, μεταξύ άλλων τα αιγοπρόβειο τυρί, “για το οποίο και είμαστε σε αναμονής πιστοποίησης ώστε να λέγεται φέτα”, όπως χαρακτηριστικά είπε ο Θωμάς Μόσχος, ο οποίος έκανε ακόμη αναφορά στο κατσικίσιο τυρί, τον μπάντζο, τη μυζήθρα, το ανθότυρο, το παστεριωμένο γάλα ημέρας, το ρυζόγαλο, την κρέμα σε γεύσεις βανίλιας και σοκολάτας και φυσικά το παραδοσιακό πρόβειο γιαούρτι, “που αποτελεί το νούμερο σε πωλήσεις προϊόν, αντιπροσωπεύοντας το 40% των συνολικών πωλήσεων” υπογράμμισε.
Γνωστοποίησε δε ότι φέτος το καλοκαίρι, αναμένεται να «πέσει» στην ελληνική αγορά παγωτό της Φάρμας Μόσχου, σε γεύσεις βανίλια και σοκολάτας, προσθέτοντας «και δεν θα σταματήσουμε εδώ, συνεχίζουμε να σκεφτόμαστε καινοτόμα και δημιουργικά».
Οι εγκαταστάσεις, το τυροκομείο και οι… ζωοτροφές που οι ίδιοι παράγουν
Σε 2.500 τετραγωνικά μέτρα εκτείνεται η κτηνοτροφική εγκατάσταση και το αρμεκτικό συγκρότημα της “Φάρμας Μόσχου”, η οποία πλαισιώνεται από αποθήκη εμβαδού 1200 τ.μ, ενώ το τυροκομείο καταλαμβάνει 320 τετραγωνικά μέτρα και έχει δυναμικότητα τυροκόμησης 1,5 τόνου γάλακτος/ημερησίως και 1000 κιλών γιαουρτιού.
Το ζωϊκό κεφάλαιο της «Φάρμας Μόσχου» αριθμεί σήμερα 1.200 ζώα (πρόβατα τριών φυλών και κατσίκια), ενώ η ετήσια παραγωγή ανέρχεται σε 280-300 τόνους, εκ των οποίων οι 120-150 τόνοι διατίθενται μέσω της λιανικής και η υπόλοιπη ποσότητα δίδεται στις γαλακτοβιομηχανίες.
Σε ό,τι αφορά την παραγωγή ζωοτροφών, ο Θωμάς Μόσχος επισήμανε ότι ετησίως παράγονται 4.200 μπάλες, 250 κιλών έκαστη και το 2018 η μονάδα πέτυχε αυτάρκεια σε ζωοτροφή.
Αναφορικά με το κόστος της επένδυσης, ο ίδιος επισήμανε ότι το κόστος για το τυροκομείο ανήλθε σε 500.000 ευρώ, ο εξοπλισμός για τις ζωοτροφές σε 200.000 ευρώ και οι επιδιορθώσεις στις σταβλικές εγκαταστάσεις έφτασαν στο ποσό των 120.000 ευρώ. «Το κόστος της επένδυσης συνολικά καλύφθηκε μέσω της συμμετοχής σε προγράμματα Leader, δανειοδότησης από την Τράπεζα Πειραιώς και ίδια κεφάλαια» επισήμανε.
(Οι φωτογραφίες επισυνάπτονται από το Αθηναϊκό Πρακτορείο)