Συζητήσεις για την αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 11% -πάνω δηλαδή και από το υψηλότερο ποσοστό που εισηγήθηκαν οι τεχνοκράτες- αλλά και για την έκδοση του 5ετούς ομολόγου αναμένονται στο σημερινό EuroWorkingGroup.
Στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και κυρίως στις Βρυξέλλες, μετά τον αιφνιδιασμό καταγράφεται προβληματισμός για τις επιπτώσεις της επιλογής της κυβέρνησης να προχωρήσει σε μία τέτοιου μεγέθους αύξηση.
Παρά το γεγονός ότι η χώρα είναι εκτός μνημονίων και η ελληνική πλευρά δεν ήταν υποχρεωμένη να λάβει προηγουμένως την σχετική έγκριση των εταίρων, η Κομισιόν διατηρεί το δικαίωμα να προβαίνει σε συστάσεις προς στην Ελλάδα, η οποία όπως είναι γνωστό θα βρίσκεται σε καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας ως το 2022. Με δεδομένη την πρόθεση της κυβέρνησης να αυξήσει τα κατώτατα ημερομίσθια, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή από νωρίς, και συγκεκριμένα από τον περασμένο Νοέμβριο με την πρώτη μεταμνημονιακή έκθεση είχε προειδοποιήσει την ελληνική πλευρά για «λελογισμένες αυξήσεις».
Σε ειδικό κεφάλαιο της έκθεσης, μεταξύ άλλων, αναφέρονταν τα εξής: «Οι αποφάσεις στον κατώτατο μισθό θα πρέπει να είναι ευθυγραμμισμένες με την πορεία της παραγωγικότητας ώστε να προστατευθούν τα μνημονιακά οφέλη στην ανταγωνιστικότητα της απασχόλησης».
Από τις επαφές του στελέχους της Ε.Ε. Ντέκλαν Κοστέλο με τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα έγινε γνωστό ότι οι εταίροι θα συμφωνούσαν με μία αύξηση κοντά στο 7-7,5%. Κάτι που δεν συνέβη και έτσι το σημερινό EWG αποκτά άλλο ενδιαφέρον για τον Γιώργο Χουλιαράκη, όπως φυσικά και η έκθεση που θα δημοσιοποιήσει στις 27 Φεβρουαρίου η Κομισιόν. Εάν δηλαδή η δυσαρέσκεια των θεσμών, για την αύξηση στον κατώτατο μισθό που ανακοίνωσε η Αθήνα, αποτυπωθεί και γραπτώς στο κείμενο συμπερασμάτων της έκθεσης.
Στο σημερινό Euro Working Group θα συζητηθούν και οι καθυστερήσεις, που εντόπισαν οι δανειστές, στην εφαρμογή 16 μεταρρυθμίσεων. Οι εκπρόσωποι των υπουργείων Οικονομικών της ευρωζώνης θα ενημερωθούν από τους θεσμούς για τα αποτελέσματα της δεύτερης μεταμνημονιακής αξιολόγησης δίνοντας έμφαση στα εξής μείζονα ζητήματα: τα «κόκκινα» δάνεια και το διάδοχο πλαίσιο του νόμου Κατσέλη, που προστατεύει την πρώτη κατοικία από πλειστηριασμούς αλλά και τα αναδρομικά που διεκδικούνται μέσω δικαστικών αποφάσεων. Πρόκειται ουσιαστικά για διεκδικήσεις που αφορούν σε συντάξεις, δώρα και επιδόματα προ του 2015.
Το υπουργείο Οικονομικών έχει ήδη εκπονήσει μελέτη για το δυνητικό κόστος όλων των δικαστικών προσφυγών και τον επιμερισμό του σε βάθος χρόνου, έτσι ώστε να μην διαταραχθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι. Οι θεσμοί από την πλευρά τους, πέρα από τις δικαστικές διεκδικήσεις, στα φλέγοντα ζητήματα συγκαταλέγουν ακόμα: την αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων οφειλών του κράτους προς τους ιδιώτες, τις ιδιωτικοποιήσεις και τις προσλήψεις στο Δημόσιο.
Η ελληνική πλευρά δύσκολα θα αποφύγει τις συστάσεις των Ευρωπαίων τεχνοκρατών για τήρηση όλων των δεσμεύσεων που έχει αναλάβει και απορρέουν από το τρέχον πρόγραμμα. Ακόμη και αν το ελληνικό θέμα δεν βρεθεί στην επίσημη «ατζέντα» της Ομάδας Εργασίας, δεν θα λείψουν οι παρατηρήσεις στο περιθώριο από τον γνωστό άξονα χωρών της ευρωζώνης (Γερμανία, Ολλανδία, Φιλανδία).