Ο δεύτερος στην ιεραρχία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), Ντέιβιντ Λίπτον, εξέφρασε την εκτίμηση ότι θα αποδειχθεί «πολύ δύσκολο» το να μπει ένα τέλος στη διεθνή οικονομική κρίση, καθώς και να επέλθει, στο μέλλον, εξισορρόπηση στο συσχετισμό αποπληρωμής κρατικού χρέους-ανάκαμψης της οικονομικής δραστηριότητας σε ένα υπερχρεωμένο κράτος.
«Παρά τη σημειωθείσα πρόοδο, θα αποδειχθεί πράγμα πολύ δύσκολο να μπει ένα τέλος στην κρίση», τόνισε ο αναπληρωτής γενικός διευθυντής του ΔΝΤ μιλώντας σε οικονομικό συμπόσιο στο Λονδίνο και αναγνωρίζοντας τον «πονοκέφαλο» των κυβερνητικών οικονομικών επιτελείων απέναντι στο δίπολο: απομείωση χρέους-οικονομική ανάκαμψη και ανάπτυξη.
«Η απομείωση του κρατικού χρέους, συνδυασμένη όμως με εκείνη του αντίστοιχου τραπεζικού, μετατράπηκαν τελικά ως προς την εσωτερική ζήτηση σε τροχοπέδη, οπότε βραχυπροθέσμως προέκυψε δυσμενής επίπτωση για την ίδια την ανάπτυξη, σε πολλές εθνικές οικονομίες, σε μεγαλύτερο μάλιστα βαθμό από εκείνη που είχε αρχικώς προβλεφθεί», επισήμανε ο ίδιος αξιωματούχος.
«Άρα, η απομείωση του κρατικού χρέους, με βάση το μοντέλο που τελικά υιοθετείται, δεν θα πρέπει να ζημιώνει την ανάπτυξη», υπερθεμάτισε και συνέχισε: «Η δημοσιονομική σταθεροποίηση επ ουδενί δεν πρέπει να επιβαρύνει την οικονομική ανάκαμψη, μέσω της περιστολής του δανεισμού και των δημοσίων επενδύσεων».
Περαιτέρω, ο κ. Λίπτον εστίασε στην επιχειρούμενη τραπεζική μεταρρύθμιση στο πεδίο της κεφαλαιακής επάρκειας των ιδιωτικών τραπεζών.
Στο σημείο αυτό τόνισε ότι η μεταρρύθμιση (σ.σ.: η διεθνής συμφωνία με τον τίτλο ‘Βασιλεία ΙΙΙ’) δεν θα πρέπει να ισοδυναμεί στην πράξη με πιστωτική «ασφυξία». «Φρονώ ότι είναι μία κρίσιμη παράμετρος το να υπάρξει μια εξισορρόπηση, ανάμεσα στην ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος και της αντικειμενικής ανάγκης: μέσω της κεφαλαιακής ενίσχυσης των τραπεζών ταυτοχρόνως να απορροφάται, σημαντικά, η δυσμενής επίπτωση, που η οικονομική λιτότητα επιφέρει στη συνολική οικονομική δραστηριότητα».