Η Γαλλία διατηρεί το στόχο της για τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος στο 3% του ΑΕΠ το 2013, παρά τις αυξημένες δυσκολίες που προκαλεί η οικονομική επιβράδυνση, δήλωσε σήμερα ο Γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ, ο οποίος απέκλεισε παράλληλα οποιαδήποτε γενική αύξηση της φορολογίας.
«Επιβεβαιώνω εδώ την δέσμευση που ανέλαβε η Γαλλία να επαναφέρει το δημοσιονομικό έλλειμμα στο 3% στα τέλη του έτους 2013. Αυτή θα είναι η πιο σημαντική δημοσιονομική προσπάθεια που γίνεται εδώ και 30 χρόνια», σημείωσε σε ομιλία του ενώπιον του ελεγκτικού συνεδρίου.
Την ώρα που αυξάνονται οι φωνές, κυρίως οικονομολόγων, για την επανεξέταση του στόχου αυτού λόγω της κατάστασης της γαλλικής οικονομίας, η οποία βρίσκεται στα πρόθυρα της ύφεσης, ο Ολάντ εξήγησε ότι θέλει να επιτύχει το 3% για να “διαφυλαχθεί η ποιότητα της υπογραφής της Γαλλίας απέναντι στις αγορές για τη χρηματοδότηση του χρέους μας με τα χαμηλότερα δυνατά επιτόκια”, αλλά και “για να ξαναβρεθούν τα απαραίτητα περιθώρια ελιγμού” για το μέλλον.
Αυτό αντιπροσωπεύει «λίγο περισσότερο από 33 δισεκατομμύρια ευρώ σε όρους μείωσης των δαπανών και σε όρους επιπρόσθετων εσόδων», υπενθύμισε ο Ολάντ, την ώρα που η κυβέρνησή του ετοιμάζεται να οριστικοποιήσει το σχέδιο του προϋπολογισμού για το 2013.
Ο Γάλλος πρόεδρος δεσμεύτηκε ότι η προσπάθεια αυτή θα «κατανεμηθεί δίκαια».
«Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο αρνούμαι, μαζί με την κυβέρνηση, μια γενική και αδιάκριτη αύξηση των φόρων στα νοικοκυριά, η οποία θα μείωνε την αγοραστική τους δύναμη», επέμεινε ο Ολάντ. «Αυτοί που έχουν τα περισσότερα θα πρέπει να πληρώσουν επιπλέον», σημείωσε.
Οι γαλλικές εφημερίδες «Λεζ Εκό» και «Λε Φιγκαρό» έγραφαν σήμερα ότι το σχέδιο νόμου για τη φορολογία που εξετάζεται θα έχει στόχο πολύ λιγότερους ανθρώπους από αυτούς που προτεινόταν αρχικά, σε μια ένδειξη ότι ο Γάλλος πρόεδρος ετοιμάζεται να μετριάσει σημαντικά την προεκλογική του δέσμευση για την επιβολή ενός φόρου 75% στα πολύ υψηλά εισοδήματα μετά την μεγάλη άσκηση πιέσεων από τους επιχειρηματίες.
Η πιο περιορισμένη φορολογία θα αφορά μόνον περίπου 1.000 νοικοκυριά και θα εφαρμόζεται μόνον για το εισόδημα από τη δουλειά, αποκλείοντας το εισόδημα από τις επενδύσεις.
Οι επιχειρηματίες είχαν αντιδράσει έντονα στην προεκλογική δέσμευση του Ολάντ να επιβάλει φόρο 75% στα ετήσια εισοδήματα που ξεπερνούν το 1 εκατομμύριο ευρώ, λέγοντας ότι ο φόρος αυτός ισοδυναμεί με κατάσχεση των εισοδημάτων των ανθρώπων αυτών.
Παράλληλα, όσον αφορά τις δαπάνες, ο Ολάντ επαναβεβαίωσε σήμερα την πρόθεσή του να τεθούν υπό έλεγχο. «Οι δαπάνες, εκτός της εξυπηρέτησης του χρέους και των συντάξεων, θα σταθεροποιηθούν σε αξία, το οποίο θα επιτρέψει την εξοικονόμηση μόνον το έτος 2013 περισσότερων από 10 δισεκατομμυρίων ευρώ», σημείωσε.
Εξάλλου θα δημιουργηθεί το Ανώτερο Συμβούλιο Δημοσιονομικών, επιπλέον του ελεγκτικού συνεδρίου, για να διασφαλίσει την τήρηση της δημοσιονομικής πολιτικής της κυβέρνησης.
Η δημιουργία αυτής της αρχής προβλέπεται από το ευρωπαϊκό σύμφωνο δημοσιονομικής σταθερότητας και θα ενταχθεί σε νομοσχέδιο, το οποίο θα φτάσει τον Οκτώβριο ενώπιον του κοινοβουλίου, για τον «χρυσό κανόνα» επανόδου της δημοσιονομικής εξισορρόπησης, που επίσης προβλέπεται από το σύμφωνο.
«Η αποστολή του θα είναι διπλή. Από την μία πλευρά η επαλήθευση των υποθέσεων στις οποίες στηρίζονται οι νόμοι περί δημοσιονομικών”, κυρίως όσον αφορά την ανάπτυξη, σημείωσε. Από την άλλη, η νέα αυτή αρχή “θα αποφαίνεται όσον αφορά τον σεβασμό του στόχου που διατυπώνεται» στους νόμους αυτούς, πρόσθεσε.
Τέλος ο Γάλλος πρόεδρος ανακοίνωσε την διεξαγωγή στα τέλη Σεπτεμβρίου ενός «κυβερνητικού συνεδρίου για τον εκσυγχρονισμό της δημόσιας δράσης». «Κατά το πέρας του θα εκδοθεί ένας οδικός χάρτης για τις αποστολές προτεραιότητας του κράτους».
Ο Ολάντ δικαιολόγησε τις προσπάθειες αυτές λέγοντας ότι επιθυμεί «το κλείσιμο» αυτής της φάσης κρίσης της ευρωζώνης.
«Σημαντικές αποφάσεις» ελήφθησαν, σύμφωνα με τον ίδιο από την ΕΕ στα τέλη Ιουνίου και από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) χθες, με ένα νέο πρόγραμμα επαναγοράς του δημόσιου χρέους για να μειωθούν τα επιτόκια των χωρών που αντιμετωπίζουν δυσκολίες. Όμως «αυτές οι αποφάσεις δεν μας απαλλάσσουν από το να βάλουμε τάξη στις χώρες μας αντιστοίχως», κατέληξε.