Οι απαισιόδοξες προοπτικές για την ανάπτυξη σε συνδυασμό με τις αποκλίσεις του προγράμματος από τους στόχους που έχουν τεθεί στο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012-2015 (με το πρωτογενές έλλειμμα να διαμορφώνεται σε περίπου 1,0% -1,5% το 2012) δείχνουν ότι ο στόχος του προγράμματος για Χρέος/ΑΕΠ στο 120% μέχρι το 2020, δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς στοχευμένες παρεμβάσεις πολιτικής, εκτιμούν οι Παναγιώτης Κορλίρας (πρόεδρος του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών – ΚΕΠΕ) και Γιάννης Μονογυιός (επικεφαλής τομέα δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής) στην ανάλυση τους για τη διατηρησιμότητα του δημοσίου χρέους της ελληνικής οικονομίας.
Εκτός από την αναγκαιότητα της ταχείας επιστροφής σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, την σταδιακή εξάλειψη του υφιστάμενου αρνητικού παραγωγικού κενού και τη δημιουργία σημαντικών πρωτογενών πλεονασμάτων καθ’ όλη την διάρκεια της προσαρμογής και μέχρι το 2020, η ανάλυση του ΚΕΠΕ υποστηρίζει πως η επίτευξη του στόχου για τον λόγο Χρέους/ΑΕΠ, απαιτεί επιπρόσθετες ενέργειες που περιλαμβάνουν -αλλά δεν περιορίζονται σε- μια εύλογη παράταση του προγράμματος δημοσιονομικής εξυγίανσης της οικονομίας, την πιθανή μείωση του μεσοσταθμικού επιτοκίου με το οποίο επιβαρύνεται το υφιστάμενο χρέος, την επιτάχυνση ενός ρεαλιστικού σχεδίου αποκρατικοποιήσεων κρατικών επιχειρήσεων και αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας, και τέλος, αλλά όχι λιγότερο σημαντικό, το ενδεχόμενο ανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών, απευθείας μέσω του μηχανισμού EFSF/ESM.
Λαμβάνοντας υπόψη τις δυσμενείς αρχικές συνθήκες της οικονομίας κατά το 2012 και την συνεχιζόμενη ύφεση το 2013, η επίτευξη του στόχου για τον λόγο του Χρέους/ΑΕΠ στο 120% το 2020 φαίνεται να εξαρτάται από ένα συνδυασμό συγκεκριμένων «χρήσιμων» υποθέσεων οι οποίες περιλαμβάνουν σύμφωνα με την μελέτη:
– την επιμήκυνση της προσαρμογής των περικοπών των 11,6 δις ευρώ σε τέσσερα έτη (20113-2016),
– ένα χαμηλότερο επιτόκιο επιβάρυνσης του ανεξόφλητου χρέους,
– μια σημαντική απομείωση του αποθέματος του χρέους το 2012, αν υποτεθεί πως η ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών υλοποιείται άμεσα μέσω του EFSF/ESM (όπως αναμένεται να γίνει για την περίπτωση των Ισπανικών Τραπεζών), αντί μέσω του Ελληνικού Δημόσιου Χρέους,
– τις προοπτικές για τα έσοδα από αποκρατικοποιήσεις, τα οποία μειώνουν άμεσα το υπάρχον απόθεμα χρέους.
Με κατάλληλο συνδυασμό αυτών των προϋποθέσεων, οι οποίες συνθέτουν ένα πλαίσιο ‘διαπραγμάτευσης’, είναι πιθανό να επιτευχθεί ο στόχος του 120% του Χρέους/ΑΕΠ έως το 2020, ή ακόμα και να διαμορφωθεί σε ελαφρώς χαμηλότερα επίπεδα με «επιτεύξιμα» πρωτογενή πλεονάσματα.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, κάτω από οποιεσδήποτε «χρήσιμες» υποθέσεις εργασίας (στις οποίες, δεν θα έπρεπε να παραλείψει κανείς να ενσωματώσει το ενδεχόμενο ‘κουρέματος του χρέους που βρίσκεται στην κατοχή του επίσημου τομέα, δηλ. το OSI), η απαιτούμενη δημοσιονομική προσαρμογή προϋποθέτει την δημιουργία σημαντικού ύψους πρωτογενών πλεονασμάτων σε όλη την διάρκεια του χρονικού ορίζοντα προσαρμογής, εκτιμά η μελέτη.