Οι τραπεζικές θυρίδες θεωρούνται από πολλούς ένα ασφαλές σημείο για να φυλάξουν χρήματα, κοσμήματα, πλάκες χρυσού ή πολύτιμους λίθους. Άλλοι τις χρησιμοποιούν για να κρύψουν από τα μάτια της Εφορίας ή των Αρχών για το ξέπλυμα χρήματος, έσοδα από φοροδιαφυγή ή από παράνομες και εγκληματικές δραστηριότητες όπως αναφέρεται στην έκθεση του υπουργείου Οικονομικών για την καταπολέμηση του βρώμικου χρήματος.
Οι θυρίδες κατατάσσονται στη «Μέση» κατηγορία κινδύνου για ξέπλυμα. Και αυτό γιατί το περιεχόμενό τους, μπορεί υπό προϋποθέσεις να κατασχεθεί έως και στο 100% με βάση τις ισχύουσες διατάξεις νόμου.
Σύμφωνα με την έκθεση η υπηρεσία θυρίδων, ενέχει σημαντικό κίνδυνο ξεπλύματος χρήματος καθώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέσο αποφυγής φορολογικών ελέγχων ή ελέγχων για την πρόληψη του ξεπλύματος χρήματος και απόκρυψη εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, χωρίς να χρειάζεται ιδιαίτερη εμπειρία.
Έως το τέλος του 2016, τα συμβόλαια μίσθωσης θυρίδας ασφαλείας ανέρχονταν σε περίπου 190.000 (1% των φυσικών προσώπων με ενεργούς καταθετικούς λογαριασμούς).
Ενδιαφέρον έχουν οι «ιδιοκτήτες» των θυρίδων. Περίπου το 9% των πελατών που το 2016 είχαν θυρίδα ασφαλείας ανήκαν σε κατηγορίες πελατών υψηλού κινδύνου, που αφορούσαν κυρίως πελάτες Private Banking (37%), πελάτες που ενέχουν αυξημένο κίνδυνο φοροδιαφυγής (24%), πελάτες που συναλλάσσονται με χώρες υψηλού κινδύνου (17%).
Την ίδια χρονιά, στο 2% των συμβολαίων μίσθωσης θυρίδων ασφαλείας ή σε 3.800 θυρίδες επιβλήθηκε κατάσχεση/δέσμευση του περιεχομένου τους, λόγω των περιοριστικών μέτρων που επιβλήθηκαν από τις φορολογικές και δικαστικές αρχές. Επιπλέον, κατά τη διάρκεια του 2016, το 14% των θυρίδων ασφαλείας ανοίχθηκαν τουλάχιστον μία φορά από τρίτους εκδοχείς.
Πάντως όπως σημειώνεται στην έκθεση, η συγκεκριμένη υπηρεσία γίνεται όλο και λιγότερο ελκυστική από άποψη Ξεπλύματος Χρήματος, δεδομένης της δυνατότητας έκδοσης εντολής κατάσχεσης.
Πότε ανοίγουν οι θυρίδες – τι κατάσχεται
Σύμφωνα με το άρθρο 46 του ν. 4174/2013, στο πλαίσιο της λήψης προληπτικών μέτρων για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος, οι φορολογικές αρχές δύνανται να δεσμεύσουν τουλάχιστον το 50% των μετρητών και το 100% των αντικειμένων πλην μετρητών από τις θυρίδες ασφαλείας προσώπων που κατηγορούνται για εγκλήματα φοροδιαφυγής (άνω των 150.000 ευρώ).
Οι κατασχέσεις του περιεχομένου τραπεζικών θυρίδων, μπορεί να είναι μια μέθοδος η οποία δεν αποτελεί την πρώτη επιλογή των ελεγκτών της Φορολογικής Διοίκησης , δεν λείπουν όμως οι διατάξεις οι οποίες τις επιτρέπουν και οι περιπτώσεις όπου έχει γίνει χρήση των διατάξεων αυτών.
Ο ισχύον Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας προβλέπει τη δυνατότητα της Φορολογικής Διοίκησης όταν διαπιστώσει παραβάσεις φοροδιαφυγής άνω των 150.000 ευρώ ( ή των 300.000 ευρώ ειδικά στην περίπτωση εικονικών και πλαστών τιμολογίων) να επιβάλλει μετά από ειδική έκθεση ελέγχου τη δέσμευση του 50% των καταθέσεων αλλά και του περιεχομένου των θυρίδων .
Σε αντιδιαστολή μάλιστα με τα μετρητά -όπου προβλέπεται δέσμευση του 50%- για το μη χρηματικό περιεχόμενο των θυρίδων ο νόμος δίνει τη δυνατότητα πλήρους δέσμευσης, στο 100%.
Σε κάθε περίπτωση το άνοιγμα θυρίδας και η κατάσχεση του περιεχομένου της προϋποθέτουν την ύπαρξη δικαστικής απόφασης ή εισαγγελικής παραγγελίας. Οι τράπεζες έχουν την υποχρέωση να γνωστοποιούν το όνομα κατόχου τραπεζικής θυρίδας στις φορολογικές Αρχές, αλλά σε καμία περίπτωση δεν έχουν πρόσβαση στο περιεχόμενο της θυρίδας. Αν η Εφορία θέλει να κατάσχει το περιεχόμενο τραπεζικής θυρίδας, πρέπει πρώτα να έχει στα χέρια της δικαστική απόφαση.
Με βάση το ισχύον πλαίσιο, οι θυρίδες μπορεί να ανοίξουν μόνο με εντολή εισαγγελέα και οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο μπορεί να κατασχεθεί σε περίπτωση που διαπιστωθεί έκνομη δραστηριότητα ή οφειλές προς το Δημόσιο. Η πρόσβαση γίνεται μόνο σε περιπτώσεις φοροδιαφυγής ή όταν υπάρχουν κατηγορίες για κακουργηματικές πράξεις, όπως ξέπλυμα χρήματος.