Πληθώρα ερωτημάτων παραμένουν, ως σήμερα, αναπάντητα σχετικά με την «πάγια επενδυτική πολιτική» της Τράπεζας της Ελλάδος να τοποθετεί το 80% των διαθεσίμων κεφαλαίων του όλου Κοινού Κεφαλαίου των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου και των Ασφαλιστικών Φορέων σε ομόλογα, ενώ μόλις το 20% αυτών επένδυε σε έντοκα γραμμάτια, παρά τη σαφή εικόνα που είχε για τη βέβαιη απόδοσή τους.
Αυτό σημειώνει σε σχετική δήλωσή του ο πρόεδρος του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών Ι. Ρεκλείτης με αφορμή τη μήνυση που κατέθεσε εναντίον τής τράπεζας προσθέτοντας: «Ήρθε η ώρα να λογοδοτήσουν στη Δικαιοσύνη όσοι προκλητικά παραβιάζουν τον νόμο και ζημιώνουν οικονομικά τους 250 χιλιάδες ελεύθερους επαγγελματίες και επιχειρήσεις που είναι μέλη του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών. Η -από το 1997- παντελής έλλειψη ενημέρωσης του επιμελητηρίου για τις επενδυτικές ενέργειες της Τράπεζας της Ελλάδος που αφορούσαν τα διαθέσιμα κεφάλαιά του, μετατράπηκε από το 2009 σε εξόφθαλμη παραβίαση του νόμου και των συμφερόντων μας.
Η διοίκηση του Επιμελητηρίου από την πρώτη στιγμή ανάληψης των καθηκόντων της έθεσε την Τράπεζα προ των ευθυνών της, ωστόσο ούτε η εξώδικη διαμαρτυρία μας δεν στάθηκε ικανή να σταματήσει το επενδυτικό, σε βάρος των διαθεσίμων μας, ατόπημα. Στο πλαίσιο μάλιστα της αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους η Τράπεζα ολοκλήρωσε το έργο της με το «κούρεμα» των ομολόγων στα οποία επένδυσε τα κεφάλαια του επιμελητηρίου, αφού πρώτα αδιαφόρησε για τα έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου, τα οποία όμως δεν υπέστησαν κανένα κούρεμα.
Γιατί η Τράπεζα της Ελλάδας δεν μας γνωστοποίησε πότε τελικά επένδυσε τα διαθέσιμα κεφάλαιά μας -για τελευταία φορά- σε ομόλογα; Η επένδυση των διαθεσίμων κεφαλαίων τον Μάιο του 2011 έγινε από την πρωτογενή ή τη δευτερογενή αγορά και σε ποια τιμή; Κατά τον χρόνο αυτόν, που η Τράπεζα σαφώς γνώριζε την καθοδική, μη αναστρέψιμη, πορεία των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου, προέβη και σε τι ποσοστό σε βραχυπρόθεσμες επενδύσεις, δηλ. σε αγορά εντόκων γραμματίων;
Το πλέον σίγουρο είναι ότι η Τράπεζα, χωρίς να λαμβάνει υπόψη, ως όφειλε, τα οικονομικά δεδομένα της περιόδου από το έτος 2009 έως σήμερα και τα νόμιμα συμφέροντα του ΕΕΑ, ακολουθούσε την ίδια ή άλλως “πάγια επενδυτική πολιτική”. Δηλαδή τοποθετούσε το 80% των διαθεσίμων κεφαλαίων του όλου Κοινού Κεφαλαίου των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου και των Ασφαλιστικών Φορέων σε ομόλογα, ενώ μόλις το 20% αυτών επένδυε σε έντοκα γραμμάτια, παρά τη σαφή εικόνα που είχε για την βέβαιη απόδοσή τους. Τούτο είχε ως συνέπεια την οριστική πλέον και βέβαιη περιουσιακή ζημία του επιμελητηρίου».