Τοποθέτηση προέδρου ΚΕΕΕ & ΕΒΕΑ, κ. Κων/νου Μίχαλου, στην ημερίδα της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Ελλάδος με θέμα «Οι προτάσεις των πολιτικών κομμάτων για την έξοδο της ελληνικής οικονομίας από την κρίση» που πραγματοποιείται σήμερα στο ΕΒΕΑ.

«Θέλω κατ’ αρχήν να σας καλωσορίσω και να σας ευχαριστήσω θερμά που ανταποκριθήκατε στην πρόσκλησή μας.
Η ημερίδα αυτή διοργανώνεται από την Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων Ελλάδος, ενόψει μιας κρίσιμης εκλογικής αναμέτρησης, το αποτέλεσμα της οποίας, θα καθορίσει την πορεία της χώρας στα επόμενα χρόνια – αν όχι στις επόμενες δεκαετίες.

Εδώ και δύο τουλάχιστον χρόνια, ο επιχειρηματικός κόσμος δίνει έναν άνισο αγώνα επιβίωσης ενάντια στην ύφεση, στην έλλειψη ρευστότητας αλλά και στην εξοντωτική αύξηση της άμεσης και έμμεσης φορολογίας.

Τη διετία 2010 – 2011 έκλεισαν περίπου 68.000 επιχειρήσεις, ενώ δεκάδες χιλιάδες αναμένεται να κλείσουν εντός του 2012.

Όμως αυτό που σήμερα παραλύει κυριολεκτικά την αγορά και δίνει τη χαριστική βολή στις επιχειρήσεις, είναι η αβεβαιότητα για το αύριο. Αβεβαιότητα που επιδεινώθηκε δραματικά μετά το αποτέλεσμα των εκλογών της 6ης Μαΐου.

Ως Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων, αναδείξαμε από την επόμενη κιόλας μέρα την ανάγκη να αποφευχθεί η ακυβερνησία. Δυστυχώς, δεν εισακουστήκαμε. Και όσο αυτή η κατάσταση η οποία επικρατεί σήμερα-και που όλοι γνωρίζουμε και βιώνουμε-συνεχίζεται, τόσο πιο κοντά θα πλησιάζουμε στην ολική κατάρρευση.

Στόχος αυτής της εκδήλωσης δεν είναι να αναζητήσει ευθύνες για ό,τι έγινε ή δεν έγινε μέχρι τώρα. Το φλέγον ζητούμενο πλέον είναι τι γίνεται από εδώ και πέρα. Είναι τι μπορούμε και τι πρέπει να κάνουμε, έστω και την τελευταία στιγμή, για να αποτρέψουμε τα χειρότερα.

Και σε αυτό το ερώτημα, ζητάμε να τοποθετηθούν τα κόμματα. Ζητάμε απαντήσεις ξεκάθαρες και συγκεκριμένες, χωρίς στρογγυλοποιήσεις, χωρίς ευχολόγια, χωρίς αόριστες δεσμεύσεις.

Η πραγματικότητα είναι αμείλικτη και τα διλήμματα σαφή.

Μετά τις 17 Ιουνίου…Είτε θέτουμε ως πρώτη και απαράβατη προτεραιότητα την παραμονή της χώρας στην ευρωζώνη και τη συνέχιση της δανειοδότησης από τους εταίρους μας, είτε όχι.

Είτε επιδιώκουμε επαναδιαπραγμάτευση του μνημονίου, τηρώντας τις βασικές δεσμεύσεις του και κυρίως αυτές για την προώθηση και υλοποίηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων , είτε επιλέγουμε το δρόμο της καταγγελίας και της αθέτησης των όρων του.

Για μας το δίλημμα «υπέρ ή κατά του μνημονίου» είναι στην ουσία ανύπαρκτο. Ακόμα και οι ίδιοι οι συντάκτες του μνημονίου, εντοπίζουν σήμερα λάθη και αστοχίες.

Εμείς οι ίδιοι, ως εκπρόσωποι της επιχειρηματικής κοινότητας, είχαμε επισημάνει από την αρχή τις αδυναμίες του και τις επιπτώσεις που θα προκαλούσε.

Τώρα, ενόψει των εκλογών, τα κόμματα που προτείνουν καταγγελία του μνημονίου, οφείλουν να μας απαντήσουν ξεκάθαρα:

• Με τι χρήματα θα καλύψουν τις ανάγκες της χώρας, εάν διακοπεί ο δανεισμός από την Ε.Ε.;

• Πώς θα εξυπηρετήσουν το πρωτογενές έλλειμμα, που έχει φθάσει ξανά στα 5 δισ. ευρώ;

• Πώς θα εξυπηρετήσουν το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, που ακόμα και χωρίς τους τόκους των δανείων, αγγίζει τα 10 δισ. ευρώ;

• Πώς θα πληρώσουν μισθούς και συντάξεις, αφού τα διαθέσιμα του δημοσίου μετά βίας επαρκούν για τον επόμενο μήνα;

• Πώς θα καλύψουν τις ανάγκες στην υγεία, στην εκπαίδευση, στην ασφάλεια; Ήδη βλέπουμε ότι το κράτος αδυνατεί να πληρώσει τα φάρμακα των ασφαλισμένων. Αύριο τι θα γίνει;

• Πώς θα στηρίξουν το τραπεζικό σύστημα και θα διασφαλίσουν τις καταθέσεις, αφού οι πόροι της ανακεφαλαιοποίησης προέρχονται από την ΕΚΤ;

• Πώς θα εξοφλήσουν τις οφειλές του κράτους προς τους ιδιώτες, που ξεπερνούν σήμερα τα 7 δισ. ευρώ; Που θα βρουν τα χρήματα που προέβλεπε για αυτό το σκοπό η δανειακή σύμβαση;
Και πάνω απ’ όλα, πως σκοπεύουν να διαχειριστούν την κρίση που θα προκύψει, εάν η Ελλάδα οδηγηθεί εκτός ευρώ.

Πώς θα αντιμετωπίσουν την έκρηξη του πληθωρισμού και της ανεργίας, πως θα αντιμετωπίσουν τις ελλείψεις αγαθών, τις χρεοκοπίες, τη δραματική μείωση του κατά κεφαλήν εισοδήματος και του βιοτικού επιπέδου των πολιτών;

Όλα αυτά, από κάποιους χαρακτηρίζονται ως «τρομοκρατικά σενάρια». Όμως, στο σημείο που έχουμε φθάσει, είναι τουλάχιστον αφελές να κλείνουμε τα μάτια μπροστά στον κίνδυνο. Όταν κανείς επιλέγει να ρισκάρει, πρέπει να έχει σκεφτεί τι θα κάνει στην περίπτωση αποτυχίας.

Βεβαίως, ερωτήματα υπάρχουν και για την άλλη πλευρά. Για τα κόμματα που προτείνουν την επαναδιαπραγμάτευσή του μνημονίου:

• Σε ποια σημεία προτίθεται κάθε κόμμα να ζητήσει αυτή την επαναδιαπραγμάτευση;

• Ποιες εναλλακτικές ισοδύναμες λύσεις προτείνει, για την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων;

• Τι θέση παίρνει απέναντι στις μεταρρυθμίσεις και με ποιο συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα θα τις προωθήσει;

• Ποιες παρεμβάσεις σχεδιάζει για την αναθέρμανση της οικονομίας;

• Τι θέση παίρνει όσον αφορά το μέγεθος και το ρόλο του κράτους; Και τι προτίθεται να κάνει για την εξυγίανση του δημοσίου τομέα.

• Τι προτίθεται να κάνει για να προσελκύσει στη χώρα επενδύσεις και κεφάλαια που θα στηρίξουν την ανάπτυξη.

• Με ποιο συγκεκριμένο τρόπο προτίθεται να στηρίξει τις επιχειρήσεις, ώστε να σταθούν στα πόδια τους και να αρχίσουν πάλι να δημιουργούν θέσεις εργασίας;

Η δική μας θέση είναι σαφής. Ζητούμε στις 18 Ιουνίου η χώρα να έχει κυβέρνηση, η οποία θα διασφαλίσει την παραμονή της στο κοινό νόμισμα.

Για μας, η ευθύνη ανήκει πλέον στις φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις του τόπου, από όποιο πολιτικό χώρο κι αν προέρχονται. Τους ζητούμε να βάλουν στην άκρη τις διαφορές τους και να συμφωνήσουν σε ένα κοινό πλαίσιο διακυβέρνησης, το οποίο θα έχει ως προτεραιότητες:

Πρώτον, την επαναδιαπραγμάτευση του μνημονίου με έμφαση στην τροποποίηση συγκεκριμένων όρων που εντείνουν την ύφεση και εμποδίζουν την ανάκαμψη της οικονομίας.

Δεύτερον, την επιτάχυνση των αποκρατικοποιήσεων, που εδώ και δυόμισι χρόνια καρκινοβατούν.

Τρίτον, την υλοποίηση του προγράμματος αξιοποίησης της δημόσιας ακίνητης περιουσίας, ώστε σε συνδυασμό με τις
αποκρατικοποιήσεις, να συμβάλουν στην επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων. Και να μειωθεί η πίεση στα εισοδήματα των πολιτών.

Τέταρτον, την εξυγίανση της δημόσιας διοίκησης.

Πέμπτον, την ολοκλήρωση της απελευθέρωσης αγορών και επαγγελμάτων.

Έκτον, τη βελτίωση του επιχειρηματικού και επενδυτικού περιβάλλοντος, με στόχο την προσέλκυση νέων επενδύσεων.

Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται η ολοκλήρωση του νομοθετικού πλαισίου όσον αφορά τις χρήσεις γης, η απλοποίηση των διαδικασιών ίδρυσης και επέκτασης επιχειρήσεων, η αντιμετώπιση της πολυνομίας και η επιτάχυνση των διαδικασιών απονομής της δικαιοσύνης.

Και βεβαίως, η διαμόρφωση ενός σταθερού και ανταγωνιστικού φορολογικού συστήματος. Δεν μπορεί η Ελλάδα να περιμένει επενδύσεις, όταν φορολογεί τις επιχειρήσεις έως και 4 φορές υψηλότερα σε σύγκριση με γειτονικές ανταγωνίστριες χώρες.

Θα επαναλάβω για μια ακόμη φορά ότι το δίλημμα «μνημόνιο ή όχι μνημόνιο» είναι άκυρο. Είναι ένα σύνθημα που μπορεί να έχει περιεχόμενο το πολύ μέχρι την παραμονή των εκλογών…

Το ζήτημα είναι ότι όταν ξημερώσει η Δευτέρα, η Ελλάδα θα εξακολουθεί να χρειάζεται δανεικά για να επιβιώσει. Όταν ξημερώσει η Δευτέρα, κάποιος θα πρέπει να αναλάβει την ευθύνη της διακυβέρνησης. Κάποιος θα πρέπει να έχει σχέδιο για να διαχειριστεί τις τύχες της χώρας, του ελληνικού λαού, αλλά και της γενιάς που ακολουθεί.
Αυτό το σχέδιο περιμένουμε με ενδιαφέρον να ακούσουμε από τους εκπροσώπους των κομμάτων».