«Βασική προϋπόθεση για την ανάκαμψη της οικονομίας και τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου είναι η διασφάλιση της δημοσιονομικής σταθερότητας» τονίζει ο Συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, Φραγκίσκος Κουτεντάκης, σε συνέντευξή του στο Αθηναϊκό και Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Η ελληνική οικονομία φαίνεται να ανακάμπτει, αλλά «η ανάκαμψη είναι εύθραυστη και θα πρέπει να προστατευθεί, αποφεύγοντας ενέργειες που δημιουργούν αβεβαιότητες», επισημαίνει ο Φ. Κουτεντάκης, προειδοποιώντας προς κάθε κατεύθυνση για την ανάγκη «να διασφαλισθεί ότι η χώρα δεν θα ξαναβρεθεί σε παρόμοια κατάσταση». Στο πλαίσιο αυτό επισημαίνει ότι η τέταρτη αξιολόγηση και η ρύθμιση για το χρέος πρέπει να ολοκληρωθούν χωρίς καθυστερήσεις.
Άλλωστε, όπως επισημαίνει, αναφερόμενος στην κρίση της ελληνικής οικονομίας, «η διαδικασία προσαρμογής ήταν οδυνηρή αλλά οι μεταρρυθμίσεις του πλαισίου δημοσιονομικής διαχείρισης ήταν προς τη σωστή κατεύθυνση και πρέπει να διατηρηθούν». Έχει ιδιαίτερη αξία η επισήμανσή του ότι το δημοσιονομικό πρόβλημα της Ελλάδος δεν ήταν στην πλευρά των δαπανών αλλά των εσόδων. «Δεν οδηγηθήκαμε στην κρίση επειδή το κράτος ξόδευε πολλά, αλλά επειδή εισέπραττε λίγα. Συνεπώς, ήταν μάλλον αυτονόητο η δημοσιονομική προσαρμογή να στηριχθεί περισσότερο στα έσοδα και λιγότερο στις δαπάνες » αναφέρει χαρακτηριστικά.
Ο Φ. Κουτεντάκης επαναφέρει την πρόταση για ελάχιστη συναίνεση των πολιτικών κομμάτων και των κοινωνικών φορέων για την αντιμετώπιση των προκλήσεων της ελληνικής οικονομίας που διατύπωσε το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή με την τριμηνιαία έκθεσή του. Μεταξύ των προκλήσεων αυτών που έχουν μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο ορίζοντα είναι το υψηλό δημόσιο χρέος, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές των ιδιωτών προς το δημόσιο, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια προς τις τράπεζες, αλλά και η συρρίκνωση του φυσικού και ανθρώπινου κεφαλαίου.
Όπως σημειώνει ο Φ. Κουτεντάκης « η αντιμετώπισή τους απαιτεί μακροχρόνιο σχεδιασμό που δεν θα λειτουργήσει αν ανατρέπεται με κάθε κυβερνητική αλλαγή». Συνεπώς, προσθέτει, «απαιτείται μια ελάχιστη συναίνεση για τις γενικές κατευθύνσεις».
Σε ότι αφορά τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, αν και σημειώνει ότι το ακριβές ύψος τους μπορεί να πρέπει να συζητηθεί, εντούτοις προσθέτει ότι «είναι μια αναγκαιότητα που υπαγορεύεται από τη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους. Συνεπώς δεν υπάρχουν μεγάλα περιθώρια μείωσής τους». Υπογραμμίζει, ωστόσο, ότι «ακόμη και με δεδομένους τους υψηλούς στόχους πλεονασμάτων φαίνεται να υπάρχει δημοσιονομικός χώρος που επιτρέπει τη μείωση κάποιων φορολογικών συντελεστών είτε την επέκταση της κοινωνικής προστασίας είτε και τη βελτίωση των δημοσίων υπηρεσιών». Και όπως χαρακτηριστικά λέει: «η κατανομή αυτού του δημοσιονομικού χώρου και η επακόλουθη διαμόρφωση του μίγματος είναι θέμα πολιτικής επιλογής».
Σχετικά με την κριτική που ασκήθηκε πως η πρόσφατη έκθεσή του δεν αναφέρεται στην πιστοληπτική γραμμή, ούτε στην υπερφορολόγηση, ο κ. Κουτεντάκης θα πει: «σκοπός της έκθεσης δεν είναι η δημιουργία εντυπώσεων και ειδήσεων, αλλά η αναλυτική παρουσίαση της ελληνικής οικονομίας, όπου κάθε διαπίστωση τεκμηριώνεται από επίσημα στοιχεία με πίνακες, διαγράμματα και παραπομπές στις αντίστοιχες πηγές».