Μόνον οριακή συμβολή είχαν στην Ελλάδα τα προγράμματα προσαρμογής που εφάρμοσε η Κομισιόν, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάζει η έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου, η οποία δημοσιεύθηκε σήμερα με τον τίτλο «Η παρέμβαση της Επιτροπής στην ελληνική χρηματοπιστωτική κρίση».
Στα θετικά σημεία, το ΕΕΣ επισημαίνει ότι, παρά τα όποια προβλήματα, η Ελλάδα ευνοήθηκε από την εφαρμογή κάποιων αναγκαίων μεταρρυθμίσεων, ενώ ο σχεδιασμός του τρίτου προγράμματος ήταν σαφώς βελτιωμένος σε σχέση με τα προηγούμενα δύο κυρίως σε ό,τι αφορά τις προτεραιότητες των μεταρρυθμίσεων.
Ειδικότερα, οι ελεγκτές της ΕΕ διαπίστωσαν ότι η Επιτροπή δεν διέθετε προηγούμενη πείρα στη διαχείριση ενός τέτοιου εγχειρήματος και ότι οι όροι των προγραμμάτων δεν είχαν ιεραρχηθεί σωστά με βάση τη σημασία τους, ούτε εντάχθηκαν σε κάποια ευρύτερη στρατηγική για τη χώρα. Επιπλέον, υπογραμμίζεται ότι οι μακροοικονομικές παραδοχές των προγραμμάτων δεν αιτιολογούνταν καταλλήλως, ενώ η συνεργασία με τους άλλους θεσμούς ήταν μεν αποτελεσματική αλλά άτυπη.
Σημειώνεται ότι το έργο των ελεγκτών επικεντρώθηκε στην αξιολόγηση της Επιτροπής, καθώς τόσο ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας και το ΔΝΤ όσο και οι ελληνικές Αρχές δεν εμπίπτουν στην αρμοδιότητα ελέγχου τους. Ειδικά, όμως, σε ό,τι αφορά την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η έκθεση του ΕΕΣ, την οποία αναμεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, σημειώνει ότι οι ελεγκτές επιχείρησαν να αξιολογήσουν τον ρόλο της ΕΚΤ στα προγράμματα, κατ’ εφαρμογήν της εντολής τους περί ελέγχου της αποτελεσματικότητας της διαχείρισής της. Η ΕΚΤ, ωστόσο, αμφισβήτησε την εντολή των ελεγκτών και δεν τους παρείχε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία. Ως εκ τούτου, οι ελεγκτές δεν ήταν σε θέση να αναφερθούν στο ρόλο της ΕΚΤ.
«Τα προγράμματα προώθησαν μεταρρυθμίσεις και αποσόβησαν τον κίνδυνο η Ελλάδα να αθετήσει τις υποχρεώσεις της. Ωστόσο, η ικανότητα της χώρας να χρηματοδοτείται πλήρως από τις χρηματοπιστωτικές αγορές εξακολουθεί να αποτελεί δύσκολο εγχείρημα», δήλωσε ο Μπαουντίγιο Τομέ Μουγκουρούσα, μέλος του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου και αρμόδιος για την έκθεση, κατά την παρουσίασή της στις Βρυξέλλες.
Επιπλέον, πάντα σύμφωνα με την έκθεση, η Επιτροπή δεν προέβη σε διεξοδική αξιολόγηση των δύο πρώτων προγραμμάτων, μολονότι μια τέτοια ανάλυση θα ήταν σκόπιμη για την αναπροσαρμογή της μεταρρυθμιστικής διαδικασίας. Στα μέσα του 2017, η Ελλάδα εξακολουθεί να χρειάζεται εξωτερική χρηματοδοτική στήριξη, γεγονός που σημαίνει ότι τα προηγούμενα προγράμματα δεν μπόρεσαν να αποκαταστήσουν την ικανότητα της χώρας να χρηματοδοτεί τις ανάγκες της από τις αγορές, μεταξύ άλλων και λόγω αδυναμιών σε επίπεδο υλοποίησης, αναφέρει η έκθεση.
Οι τρεις βασικοί στόχοι των προγραμμάτων επετεύχθησαν μόνο σε περιορισμένο βαθμό. Πιο συγκεκριμένα, σε ό,τι αφορά την επάνοδο στην ανάπτυξη, οι ελεγκτές διαπίστωσαν ότι κατά τη διάρκεια των προγραμμάτων, το ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά περισσότερο από ένα τέταρτο και η Ελλάδα δεν επανήλθε σε τροχιά ανάπτυξης το 2012, όπως προβλεπόταν αρχικά. Σχετικά με τη δημοσιονομική βιωσιμότητα, υπήρξε ευρείας κλίμακας δημοσιονομική εξυγίανση όσον αφορά τις διαρθρωτικές ισορροπίες. Ωστόσο, λόγω των δυσμενών μακροοικονομικών εξελίξεων και του επιτοκιακού κόστους του υφιστάμενου χρέους, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ εξακολούθησε να αυξάνεται.
Σε ό,τι αφορά τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, τα προγράμματα εξασφάλισαν τη βραχυπρόθεσμη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα, δεν κατάφεραν, ωστόσο, να αποτρέψουν τη ραγδαία επιδείνωση των ισολογισμών των τραπεζών, πρωτίστως λόγω των δυσμενών μακροοικονομικών και πολιτικών εξελίξεων, με συνέπεια να περιοριστεί η ικανότητα των τραπεζών να χρηματοδοτούν την πραγματική οικονομία.
Η έκθεση του ΕΕΣ καταλήγει με έντεκα συστάσεις προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Μεταξύ άλλων συστήνει για την αντιμετώπιση των υποκείμενων οικονομικών ανισορροπιών, να διασφαλιστεί ότι τα προγράμματα ενσωματώνονται σε μια γενική αναπτυξιακή στρατηγική για τη χώρα, αλλά και καλύτερη τεκμηρίωση των υποθέσεων και των τροποποιήσεων που έγιναν στους οικονομικούς υπολογισμούς στους οποίους στηρίζεται το σχέδιο του προγράμματος. Επίσης, συστήνει ενίσχυση της αναλυτικής εργασίας σχετικά με το σχεδιασμό του προγράμματος. Ειδικότερα, πρέπει να εξετάζει την καταλληλότητα και το χρονοδιάγραμμα των μέτρων, δεδομένων της ιδιαίτερης κατάστασης στο κράτος- μέλος.