Τέσσερις φορές περισσότερα σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη είναι τα νοικοκυριά στην Ελλάδα τα οποία υφίστανται υπερβολική επιβάρυνση αναφορικά με τις δαπάνες στέγασης.
Σύμφωνα με την τελευταία έρευνα του Housing Europe, της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας για τη Δημόσια, Συνεταιριστική και Κοινωνική Στέγη, η Ελλάδα έχει τα μεγαλύτερα έξοδα κατοικίας ως ποσοστό του διαθέσιμου εισοδήματος των πολιτών της, συγκριτικά με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Συγκεκριμένα, όπως αναφέρει δημοσίευμα της εφημερίδας «Καθημερινή», στην Ελλάδα το ποσοστό των νοικοκυριών τα οποία δαπανούν περισσότερο από το 40% του διαθέσιμου εισοδήματός τους για την κάλυψη αναγκών στέγασης έχει εκτιναχθεί σε σχεδόν 41%, τη στιγμή που ο ευρωπαϊκός μέσος όρος δεν ξεπερνάει το 11,3%. Μάλιστα, η τάση είναι διαρκώς επιδεινούμενη, δεδομένου ότι πριν από δύο χρόνια το αντίστοιχο ποσοστό στην Ελλάδα διαμορφωνόταν σε 33%.
Ως έξοδα στέγασης υπολογίζονται το ενοίκιο για τους ενοικιαστές ή η δόση του στεγαστικού δανείου για τους ιδιοκτήτες, όπως επίσης και οι δαπάνες θέρμανσης, ύδρευσης, ηλεκτρικής ενέργειας, τηλεφωνίας και κοινοχρήστων. Αν όμως συνυπολογίσει κανείς και την εκτόξευση της φορολογικής επιβάρυνσης, αντιλαμβάνεται ότι η κατοχή κατοικίας στην Ελλάδα συνιστά πλέον ένα κόστος το οποίο λίγα νοικοκυριά μπορούν πλέον να καλύψουν, χωρίς να προβούν σε σοβαρές περικοπές άλλων εξόδων. Είναι χαρακτηριστικό ότι από το 2010 μέχρι το 2015, οι φόροι κατοχής ακινήτων αυξήθηκαν έξι φορές, από τα 500 εκατ. ευρώ σε 3 δισ. ευρώ, ενώ το 2016 αυξήθηκαν εκ νέου σε 3,5 δισ. ευρώ.
Την ίδια στιγμή, τα έσοδα των νοικοκυριών υποχώρησαν σημαντικά (π.χ. μειώσεις μισθών και συντάξεων), ενώ άνοδο καταγράφουν και άλλες δαπάνες που συνδέονται με το ακίνητο, όπως ρεύμα, πετρέλαιο θέρμανσης.
Έντυπη