«Οι αγορές δεν πείθονται από εξαγγελίες για ανάπτυξη, αλλά από συγκεκριμένες πολιτικές και μέτρα που θα επιτρέπουν στους επενδυτές να προγραμματίσουν και να υλοποιήσουν μια επένδυση με μεσοπρόθεσμο, τουλάχιστον, ορίζοντα».
Τη σχετική επισήμανση έκανε ο πρόεδρος της Κεντρικής Ενωσης Επιμελητηρίων Ελλάδας και του ΕΒΕΑ, Κωνσταντίνος Μίχαλος, σε συνέδριο για τις εξαγωγές, προσθέτοντας ότι δεν εμπνέουν οι κυβερνήσεις που αντιμετωπίζουν τις μεταρρυθμίσεις ως πικρό ποτήρι και αγωνίζονται να τις αποφύγουν ή να τις «ανταλλάξουν» με πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα.
Ο κ. Μίχαλος τόνισε κατά την ομιλία του: «Μετά από οκτώ χρόνια ύφεσης, η χώρα βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σημείο καμπής. Οι προσπάθειες και οι θυσίες που έγιναν όλα τα προηγούμενα χρόνια, από την ελληνική κοινωνία, από τους πολίτες και τις επιχειρήσεις, θα κριθούν από το πότε και με ποιο ρυθμό θα αρχίσει ξανά η ελληνική οικονομία να αναπτύσσεται.
Και πρέπει εδώ να αποσαφηνιστεί ότι ο στόχος για ανάπτυξη δεν περιορίζεται σε μια οριακά θετική μεταβολή του ΑΕΠ από εξάμηνο σε εξάμηνο ή από έτος σε έτος. Για να μπορέσει να αποκατασταθεί, έστω και σταδιακά, το βιοτικό επίπεδο των πολιτών και για να συνεχίσει η χώρα να εξυπηρετεί τις δανειακές της υποχρεώσεις, χρειάζονται υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης για αρκετά χρόνια.
Χρειάζονται μεγάλα κεφάλαια και επενδύσεις, τα οποία πρέπει να προέλθουν από τον ιδιωτικό τομέα, κυρίως από επενδυτές του εξωτερικού.
Χρειάζεται αύξηση των εξαγωγών και ενίσχυση της συμμετοχής τους στο ΑΕΠ κατά 10 τουλάχιστον ποσοστιαίες μονάδες, ώστε να φθάσει τουλάχιστον στα επίπεδα του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η προσπάθεια να κινηθεί αποτελεσματικά η χώρα στις δύο αυτές κατευθύνσεις καθίσταται εξαιρετικά δύσκολη, εξαιτίας δύο βασικών παραγόντων.
Ο πρώτος αφορά το εφαρμοζόμενο μείγμα της δημοσιονομικής πολιτικής. Τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα που πετυχαίνει η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια – και στα οποία έχει δεσμευθεί και για τα επόμενα – στηρίζονται σχεδόν αποκλειστικά στο σκέλος των εσόδων και στη φορολογική εξόντωση νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Το ύψος των φόρων και των εισφορών που ισχύουν σήμερα στην Ελλάδα, είναι ένα από τα σημαντικότερα – αν όχι το σημαντικότερο – εμπόδιο, τόσο στην προσέλκυση επενδύσεων, όσο και στην ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων και προϊόντων.
Ο δεύτερος παράγοντας προβληματισμού, σχετίζεται με το θέμα της παρούσας ενότητας: την αξιοπιστία της Ελλάδας και την εμπιστοσύνη στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Είναι γεγονός ότι από το 2010 και μετά η Ελλάδα έχει βρεθεί συχνά στο επίκεντρο της διεθνούς δημοσιότητας, με κάθε άλλο παρά θετικές αφορμές. Κρίση χρέους, απεργίες και βίαια επεισόδια, πολιτική αστάθεια, σενάρια εξόδου από το ευρώ, επιβολή κεφαλαιακών ελέγχων κτλ.
Στην υποβάθμιση της εικόνας της χώρας έχουν συντελέσει μια σειρά από παράγοντες, εσωτερικοί και εξωτερικοί.
Υπήρξε κατ’ αρχήν η απαξιωτική στάση των δανειστών, από την αρχή σχεδόν της κρίσης. Σε αντίθεση με τις υπόλοιπες χώρες που εντάχθηκαν στο μηχανισμό στήριξης, η Ελλάδα αντιμετωπίστηκε όχι μόνο ως αδύναμη να εξυπηρετήσει το δανεισμό της, αλλά όλο και περισσότερο ως αναξιόπιστη. Ως ένα μαύρο πρόβατο, το οποίο στηρίζουν αναγκαστικά, για το καλό της ευρωζώνης.
Μεγάλες ευθύνες ανήκουν επίσης και στην ελληνική πλευρά και στην απροθυμία διαδοχικών ελληνικών κυβερνήσεων, να προχωρήσουν στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που έπρεπε να γίνουν – σε αντίθεση με τις κυβερνήσεις των υπολοίπων μνημονιακών χωρών, που σήμερα έχουν ανακτήσει τόσο τη δημοσιονομική τους ανεξαρτησία, όσο και την αξιοπιστία τους.
Τόσο από την πλευρά των δανειστών, όσο και από την πλευρά των ελληνικών κυβερνήσεων, το πρόβλημα ήταν η υιοθέτηση μιας στάσης και μιας ρητορικής που αποσκοπούσαν στην ικανοποίηση εσωτερικών ακροατηρίων και όχι στην υπέρβαση της ελληνικής κρίσης.
Πριν από λίγες ημέρες, τελείωσε ένα ακόμη σήριαλ διαπραγματεύσεων με τους εταίρους, αφού όμως πρώτα είχε περάσει ένα εξάμηνο αβεβαιότητας με έντονο αρνητικό αντίκτυπο στην αγορά.
Η επίτευξη συμφωνίας την περασμένη εβδομάδα αποκατέστησε ένα βαθμό ηρεμίας, απομακρύνοντας τον κίνδυνο μιας νέας αναταραχής.
Αν μη τι άλλο, λοιπόν, έχουμε μια ευκαιρία να «χτίσουμε» πάνω σε αυτό το κλίμα και να επιδιώξουμε την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στη χώρα και στην ελληνική οικονομία.
Ο στόχος αυτός, περνά κατά κύριο λόγο από τις δικές μας ενέργειες. Περνά από πράξεις και όχι από λόγια.
Είναι λάθος να πιστεύουμε ότι η λήξη μιας εκκρεμότητας ανοίγει από μόνη της διάπλατα το δρόμο της εξωστρέφειας και των επενδύσεων.
Οι επενδυτές, οι πελάτες και οι συνεργάτες από ξένες αγορές, δεν πείθονται με διαβεβαιώσεις και προσκλήσεις.
Χρειάζεται ουσία. Χρειάζεται βούληση, αποφασιστικότητα και δραστικές αλλαγές σε πολλά επίπεδα.
Η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης προϋποθέτει κυβερνήσεις οι οποίες θα πείθουν ότι σέβονται και τηρούν τους δημοσιονομικούς στόχους της χώρας, αλλά κυρίως ότι είναι αποφασισμένες να προωθήσουν τις δομικές μεταρρυθμίσεις που χρειάζεται η ελληνική οικονομία.
Δεν εμπνέουν εμπιστοσύνη κυβερνήσεις που αντιμετωπίζουν τις μεταρρυθμίσεις ως «πικρό ποτήρι» και αγωνίζονται για να τις αποφύγουν, ή να τις «ανταλλάξουν» με πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα.
Οι αγορές δεν πείθονται από εξαγγελίες για ανάπτυξη, αλλά από συγκεκριμένες πολιτικές και μέτρα, για μια οικονομία στηριγμένη σε σταθερές και υγιείς βάσεις.
Πείθονται από τη διαμόρφωση ενός σταθερού και ευνοϊκού φορολογικού περιβάλλοντος, το οποίο θα επιτρέπει σε έναν επενδυτή να προγραμματίσει, να προϋπολογίσει και να σχεδιάσει την επένδυσή του, με μεσοπρόθεσμο τουλάχιστον ορίζοντα.
Αποκατάσταση της εμπιστοσύνης σημαίνει, επίσης, μείωση της γραφειοκρατίας. Σημαίνει, επίσης, απλούστερο και σύγχρονο νομοθετικό πλαίσιο, αλλά και μια δημόσια διοίκηση η οποία το εφαρμόζει με διαφάνεια, με ορθολογισμό και αποτελεσματικότητα.
Η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στη χώρα, προϋποθέτει επίσης, δέσμευση στην τήρηση του νόμου και της τάξης. Ένα από τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα της Ελλάδας σε σχέση με χώρες της ευρύτερης περιοχής της, το οποίο είναι κρίσιμης σημασίας τόσο στις επενδύσεις, όσο και σε τομείς όπως ο τουρισμός, είναι αυτό της ασφάλειας.
Αυτό το πλεονέκτημα υποβαθμίζεται κάθε τόσο από τα φαινόμενα επιθέσεων σε επιχειρήσεις, από τους βανδαλισμούς και τις καταστροφές δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας. Υποβαθμίζεται, επίσης, από την αδυναμία του κράτους να διασφαλίσει την ομαλή και απρόσκοπτη συνέχιση της κοινωνικής και οικονομικής δραστηριότητας, απέναντι σε ακραίες διαμαρτυρίες. Οι αποκλεισμοί λιμανιών, σιδηροδρομικών γραμμών και οδικών αξόνων, δεν έχουν μόνο δυσβάσταχτο οικονομικό κόστος για τους εξαγωγείς. Πλήττουν καίρια και την αξιοπιστία τους απέναντι στους συνεργάτες τους.
Σαφώς η Ελλάδα δεν έχει αποκλειστικότητα σε αυτά τα φαινόμενα. Συμβαίνουν παντού. Ωστόσο, στη χώρα μας έφθασαν κάποια στιγμή να αποτελούν καθημερινή ρουτίνα, η οποία συνεχίζεται με την ανοχή του οργανωμένου κράτους. Κι αυτό είναι το σημείο, στο οποίο χρειάζεται να δοθεί η απαιτούμενη προσοχή.
Όλα όσα ανέφερα ως τώρα, αποτελούν κομμάτια της συνολικής, μεγάλης, εικόνας που πρέπει να παρουσιάσει ξανά η Ελλάδα στον κόσμο.
Κι αυτή δεν είναι άλλη από την εικόνα μιας χώρας που θέλει και μπορεί να πάρει την τύχη της στα χέρια της. Μιας χώρας που αναγνωρίζει τόσο τις αδυναμίες, όσο και τα πλεονεκτήματά της. Που είναι αποφασισμένη να διορθώσει τα κακώς κείμενα και να ενισχύσει ακόμη περισσότερο τα δυνατά της σημεία: το ανθρώπινο δυναμικό της, τις επιχειρήσεις της, την ποιοτική παραγωγή της, τη γεωπολιτική θέση της, το κλίμα, το φυσικό και πολιτιστικό της κεφάλαιο.
Αυτή η εικόνα, η εικόνα που αξίζει στην Ελλάδα, δεν μπορεί να διαμορφωθεί μόνο από την εκάστοτε κυβέρνηση ή τους πολιτικούς. Χρειάζεται να διαμορφωθεί και από τις επιχειρήσεις της, κι από τα συνδικάτα της, κι από την πνευματική της ηγεσία, αλλά και από τον καθένα μας.
Αν θέλουμε λοιπόν να κερδίσουμε ξανά την εμπιστοσύνη της διεθνούς αγοράς και της διεθνούς κοινότητας, χρειάζεται να κοιτάξουμε πρώτα ανάμεσά μας. Για να αλλάξουμε όσα μας υποτιμούν και μας πληγώνουν. Για να αναδείξουμε και να στηρίξουμε όλα αυτά που αξίζουν. Όλα αυτά που μπορούν να βοηθήσουν στην ανάκαμψη της οικονομίας μας. Όλα αυτά που μπορούν να μας κάνουν ξανά υπερήφανους».