Την παρέμβαση του επιχειρηματικού κόσμου της ΕΕ προκειμένου οι εταίροι μας να υλοποιήσουν τις δεσμεύσεις τους προς τη χώρα μας, ζήτησε ο πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Ελλάδος και του ΕΒΕΑ κ. Κωνσταντίνος Μίχαλος μιλώντας στη Γενική Συνέλευση των Ευρωεπιμελητηρίων στις Βρυξέλλες, με την ιδιότητα του αναπληρωτή προέδρου των Ευρωεπιμελητηρίων.
Παράλληλα, ο κ. Μίχαλος συναντήθηκε με τον υπουργό Οικονομικών του Λουξεμβούργου κ. Πιερ Γκραμένια που παραβρέθηκε στο Δ.Σ. των Ευρωεπιμελητηρίων, καλώντας τον να διαμηνύσει στους συναδέλφους του στο Eurogroup και κυρίως στον Γερμανό υπουργό Οικονομικών κ. Β. Σόιμπλε ότι ο επιχειρηματικός κόσμος της Ελλάδας απαιτεί την αλλαγή του λανθασμένου μείγματος πολιτικής που εφαρμόζεται τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας και άμεση συμφωνία με τους εταίρους και δανειστές προκειμένου να υπάρξει έξοδος από τη μακροχρόνια κρίση.
Όπως επεσήμανε ο κ. Μίχαλος προς τους ευρωπαίους συναδέλφους του, η Ελλάδα αυτή τη στιγμή, όπως είναι κοινά αποδεκτό, έχει υλοποιήσει πολλές και δύσκολες μεταρρυθμίσεις, γεγονός που δεν δικαιολογεί την αρνητική στάση ορισμένων ισχυρών από τους εταίρους και δανειστές να καθυστερούν την οριστική διευθέτηση του ελληνικού ζητήματος. Ο κ. Μίχαλος εξήγησε ότι μια συμφωνία είναι αναγκαία προκειμένου να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των ξένων επενδυτών προς τη χώρα μας, επισημαίνοντας ότι ήδη βρίσκονται σε εξέλιξη ή ακόμη και σε τελικό στάδιο σημαντικές ξένες επενδύσεις στην Ελλάδα, που δεν ολοκληρώνονται λόγω της εκκρεμότητας της αξιολόγησης. Για τους λόγους αυτούς, ανεξάρτητα από το ποιος ευθύνεται για τη νέα καθυστέρηση, είναι απαραίτητη η άμεση επίτευξη συμφωνίας για το χρέος.
«Εμείς, ως ευρωπαϊκή Επιμελητηριακή Κοινότητα, πρέπει να υποστηρίξουμε ότι αυτό μπορεί να γίνει μέσα από τη διατύπωση θετικών προτάσεων, οι οποίες θα διευκολύνουν τη σύγκλιση, όπως είναι η πρόβλεψη να μην ξεπερνά η δαπάνη για την εξυπηρέτηση του χρέους το 15% του ΑΕΠ» ανέφερε ο κ. Μίχαλος.
Παράλληλα, όμως, η Ελλάδα οφείλει να διεκδικήσει την προσαρμογή του μείγματος δημοσιονομικής πολιτικής, προς την κατεύθυνση της ανάπτυξης.
Ο λόγος είναι προφανής: μια οικονομία που δεν αναπτύσσεται δεν μπορεί να παράγει βιώσιμα πλεονάσματα. Και αντίστοιχα δεν μπορεί να αναπτυχθεί, μια οικονομία που ασφυκτιά από την υπερφορολόγηση, από τη λιτότητα και την έλλειψη ρευστότητας.
Αυτός ο φαύλος κύκλος πρέπει να σπάσει, αν θέλουμε να βγει η χώρα από το τέλμα.
Για το σκοπό αυτό, υποστηρίζουμε ότι θα πρέπει:
– Να διατεθεί ένα μέρος από τα υψηλά πλεονάσματα στα οποία έχει δεσμευθεί η Ελλάδα, για την ενίσχυση της ανάπτυξης. Συγκεκριμένα, από το 3,5% του ΑΕΠ ετησίως, που είναι ο στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα, το 1,5% θα πρέπει να κατευθύνεται στην εξόφληση του χρέους και το υπόλοιπο 2% να διατίθεται σε επενδύσεις για τη στήριξη της επιχειρηματικότητας και της εξωστρέφειας, καθώς και για την ανάπτυξη των σχετικών υποδομών.
– Να μειωθεί η φορολογία και οι εισφορές που επιβαρύνουν την επιχειρηματικότητα και την απασχόληση, σε συνδυασμό με αποτελεσματικότερο έλεγχο των δαπανών.