«Από το 2008 κλείνουν κατά μέσο όρο 100 επιχειρήσεις κάθε εργάσιμη ημέρα, και έχουν χαθεί κοντά στο 1 εκατομμύριο θέσεις εργασίας επισήμανε ο πρόεδρος του ΕΒΕΑ, Κωνσταντίνος Μίχαλος, στο χαιρετισμό του στην εκδήλωση με τίτλο: «Μία νέα πρόταση για την οικονομία: λιγότερα πλεονάσματα, φόροι και εισφορές για επενδύσεις, απασχόληση και βιώσιμο χρέος».
«Η δε συμπίεση των κατώτατων μισθών, όπως είχαμε από την αρχή προειδοποιήσει, ελάχιστα οφέλη απέδωσε στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, εφόσον το μη μισθολογικό κόστος της εργασίας, αλλά και άλλοι παράγοντες, όπως το κόστος της ενέργειας, της γραφειοκρατίας και των περιορισμών στις αγορές, παρέμεναν σε υψηλά επίπεδα», σημείωσε χαρακτηριστικά.
Στην ομιλία του, ο κ. Μίχαλος περιέγραψε την κατάσταση στην οικονομία λόγω του «λανθασμένου μείγματος πολιτικής που εφαρμόστηκε στη χώρα μας τα χρόνια της κρίσης».
Ο κ. Μίχαλος τόνισε πως το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών – όπως και το σύνολο του επιχειρηματικού κόσμου – είχε επισημάνει από την αρχή, ότι η δημοσιονομική «θεραπεία» που επιβλήθηκε στη χώρα ήταν λανθασμένη.
«Όλες οι μελέτες διεθνών οργανισμών, όπως ο ΟΟΣΑ και άλλοι, έδειχναν ξεκάθαρα ότι σε περιπτώσεις που απαιτείται μεγάλη δημοσιονομική προσαρμογή, το ενδεδειγμένο μείγμα πολιτικής πρέπει να στηρίζεται κυρίως στη μείωση των δαπανών και λιγότερο στην ενίσχυση των εσόδων μέσω της φορολογίας. Για την ακρίβεια, θα πρέπει να περιλαμβάνει κατά τα δύο τρίτα μείωση δαπανών, μέσω του περιορισμού των λειτουργικών δαπανών του δημοσίου και κατά το ένα τρίτο στην αύξηση φόρων και εισφορών.
Η σημασία της σύνθεσης της δημοσιονομικής προσαρμογής αναδεικνύεται τόσο σε σχέση με την ένταση και τη διάρκεια των υφεσιακών επιπτώσεων, όσο και με την εξέλιξη του λόγου χρέους προς ΑΕΠ. Οι συγκριτικές μελέτες δείχνουν ότι, ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις δημοσιονομικής προσαρμογής το χρέος αρχικά αυξάνεται και στη συνέχεια αρχίζει να μειώνεται, στις περιπτώσεις των προσαρμογών που βασίζονται στα έσοδα η αύξηση τείνει να είναι μεγαλύτερη και να διαρκεί περισσότερο», υπογράμμισε.
Όπως επεσήμανε: «Ουσιαστικά, το βάρος έπεσε σχεδόν εξ ολοκλήρου στις πλάτες των φορολογουμένων, των επιχειρήσεων και των εργαζομένων. Ελάχιστα έγιναν για έγιναν για να αντιμετωπιστούν οι πραγματικές αιτίες της κρίσης, οι οποίες ήταν πασιφανείς, με βάση τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του ΟΟΣΑ και άλλων οργανισμών: το υψηλό κόστος σε συνδυασμό με τη χαμηλή αποτελεσματικότητα του δημοσίου τομέα και η ύπαρξη σοβαρών στρεβλώσεων και περιορισμών στη λειτουργία των αγορών, που στραγγάλιζαν την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας».
Ο κ. Μίχαλος υπογράμμισε πως αυτό που τελικά έγινε ήταν να πετύχουμε ένα σπάνιο «κατόρθωμα»: εφαρμόστηκε μια μεγάλη εσωτερική υποτίμηση, η οποία επηρέασε το βιοτικό επίπεδο των πολιτών, χωρίς όμως να προσθέτει τίποτα στην ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.
- Το δημόσιο χρέος βρίσκεται στο 180% του ΑΕΠ, από 127% που ήταν το 2010.
- Η χώρα έχει χάσει πάνω από το 26% του ΑΕΠ της.
- Από το 2008 κλείνουν κατά μέσο όρο 100 επιχειρήσεις, κάθε εργάσιμη ημέρα και έχουν χαθεί κοντά στο 1 εκατομμύριο θέσεις εργασίας.
- Η δε συμπίεση των κατώτατων μισθών, όπως είχαμε από την αρχή προειδοποιήσει, ελάχιστα οφέλη απέδωσε στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, εφόσον το μη μισθολογικό κόστος της εργασίας – αλλά και άλλοι παράγοντες, όπως το κόστος της ενέργειας, της γραφειοκρατίας και των περιορισμών στις αγορές – παρέμεναν σε υψηλά επίπεδα.
- Το ύψος των φόρων και των εισφορών που καλούνται σήμερα να πληρώσουν στο κράτος εργοδότες και εργαζόμενοι, είναι τέτοιο που καθιστά την πλήρη μισθωτή εργασία ασύμφορη.
- Τα επίπεδα της αδήλωτης εργασίας εκτοξεύονται, ενώ οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης ξεπερνούν πλέον το 50% των νέων προσλήψεων. Μια εταιρεία που λειτουργεί ή σχεδιάζει να επενδύσει στην Ελλάδα, γνωρίζει ότι για να προσλάβει εργαζόμενους – και κυρίως εξειδικευμένα στελέχη – θα πρέπει να επωμιστεί ένα δυσβάσταχτο κόστος…
- Ενώ όλο και περισσότεροι Έλληνες με υψηλά προσόντα, εγκαταλείπουν τη χώρα.
Σύμφωνα με τον κ. Μίχαλο: «Όλα τα προηγούμενα χρόνια, μια μεγάλη μερίδα της κοινής γνώμης είχε πειστεί ότι για την ύφεση, φταίει η αδυναμία αποτελεσματικής διαπραγμάτευσης, από την πλευρά των ελληνικών κυβερνήσεων.
Η αλήθεια είναι κάπως διαφορετική. Όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις διαπραγματεύθηκαν τους όρους των προγραμμάτων. Αλλά δυστυχώς, σε λανθασμένη κατεύθυνση.
Διαπραγματεύθηκαν για να αλλάξει όσο το δυνατόν λιγότερο το χρεοκοπημένο μοντέλο λειτουργίας της ελληνικής οικονομίας. Ουσιαστικά, συμφώνησαν και επεδίωξαν φιλόδοξους δημοσιονομικούς στόχους, με ένα μείγμα πολιτικής που ήταν γνωστό ότι δεν οδηγεί πουθενά.
Το μεγάλο ζητούμενο είναι τι γίνεται τώρα. Η Ελλάδα βρίσκεται μπροστά στο στόχο για πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ. Ο στόχος αυτός είναι αδύνατον να επιτευχθεί με την εφαρμογή της ίδιας συνταγής.
Είναι αδύνατον να επιτευχθούν τέτοια πλεονάσματα σε μια οικονομία που δεν αναπτύσσεται. Και είναι αδύνατον να υπάρξει ανάπτυξη, με αυτό το ύψος της φορολογίας και των εισφορών.
Ο φαύλος κύκλος πρέπει να σπάσει».