Ρύθμιση για εξπρές διαγραφή χρεών από «κόκκινα» αγροτικά δάνεια επεξεργάζεται το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης με «όχημα» νόμο του 2004 για τα πανωτόκια και με στόχο την απαλλαγή των αγροτών από χρονοβόρες δικαστικές διαδικασίες.
Παράλληλα με την επικείμενη εξωδικαστική ρύθμιση οφειλών που αφορά αγρότες που έχουν εμπορική δραστηριότητα, η ηγεσία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης προετοιμάζει το έδαφος για εναλλακτική εξωδικαστική ρύθμιση οφειλών από δάνεια της πρώην ΑΤΕ, με οριστική επίλυση του προβλήματος των «κόκκινων» αγροτικών δανείων, αξιοποιώντας το περιεχόμενο του νόμου 3259/2004 για τους παράνομους ανατοκισμούς, που προβλέπει ότι το συνολικό ύψος των οφειλών δεν δύναται να υπερβαίνει το διπλάσιο του ληφθέντος κεφαλαίου.
Για την προστασία των δανειοληπτών από την υπέρμετρη διόγκωση των υποχρεώσεών τους προς τα πιστωτικά ιδρύματα, εξαιτίας της αδυναμίας να ανταποκριθούν εμπρόθεσμα στις υποχρεώσεις τους, έχουν τεθεί από τη νομοθεσία σημαντικοί περιορισμοί μέχρι σήμερα. Μέχρι σήμερα έχουν ψηφιστεί από το έτος 1998 τρεις σχετικές ρυθμίσεις με τις οποίες προσπάθησαν να δώσουν λύση στο σημαντικό αυτό πρόβλημα.
Ο νόμος 3259/2004 με το άρθρο 39 -σύμφωνα με τον νομικό Αγγελο Γιουρέλη- ρύθμισε αυτοτελώς και πλήρως τόσο τις προϋποθέσεις όσο και το ύψος του περιορισμού των οφειλών από τόκους, το οποίο (ύψος) προσδιορίζει μέσω απλού αριθμητικού υπολογισμού, χωρίς να προαπαιτεί τη μεσολάβηση συμφωνίας των μερών ή δικαστικής αποφάσεως. Τα πιστωτικά ιδρύματα και οι οφειλέτες μπορούσαν, περαιτέρω, να συμφωνήσουν «τους όρους και τον τρόπο εξοφλήσεως των οφειλών» που ρυθμίζονται, όχι, επομένως, και την ύπαρξη ή το ύψος τους. Οι συμβαλλόμενοι μπορούσαν, βεβαίως, σε περίπτωση διαφωνίας, να προσφύγουν στα δικαστήρια, η απαγγελλόμενη, όμως, επί της διαφοράς δικαστική κρίση απλώς αναγνώριζε την αμέσως και αυτοδικαίως επερχόμενη από την εφαρμογή του νόμου έννομη συνέπεια.
Ειδικά για τα δάνεια των κατά κύριο επάγγελμα αγροτών ο νόμος ορίζει: «Προκειμένου περί οφειλών κατά κύριο επάγγελμα αγροτών σχετικών με την επαγγελματική τους αυτή δραστηριότητα, που υπάγονται στις διατάξεις του άρθρου 30 του Ν. 2789/2000, όπως ισχύει, το συνολικό ύψος τους δεν δύναται να υπερβαίνει το διπλάσιο τού κατά περίπτωση ληφθέντος κεφαλαίου, ή προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, το διπλάσιο του ποσού της οφειλής, όπως διαμορφώθηκε κατά την τελευταία εκταμίευση. Για δάνεια που χορηγήθηκαν πριν από το έτος 1990, εφόσον δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία των οφειλών αυτών για την ανεύρεση του αρχικού κεφαλαίου η συνολική οφειλή δεν δύναται να υπερβαίνει ποσοστό 150% του ποσού της οφειλής, όπως αυτή διαμορφώθηκε στην τελευταία προ του έτους 1990 ρύθμιση.
Καταβολές που έγιναν οποτεδήποτε από τον οφειλέτη, τον εγγυητή ή τρίτο και αφορούν σε οφειλές ρυθμιζόμενες με τις ανωτέρω παραγράφους, αφαιρούνται από το συνολικό ποσό της οφειλής, όπως αυτή διαμορφώνεται με βάση τις διατάξεις του παρόντος».