Μεγάλο ταμπού των δύσκολων συνομιλιών που διεξάγονται στις Βρυξέλλες, η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους είναι αναπόφευκτη μακροπρόθεσμα, σύμφωνα με πολλούς οικονομολόγους, έστω κι αν θεωρούν πως η βραχυπρόθεσμη επιβίωση της χώρας δεν εξαρτάται απ’ αυτήν.
Η ελληνική κυβέρνηση επιμένει πως καμιά στήριξη δεν θα είναι πλήρης αν υπάρξει αδιέξοδο στην αναδιοργάνωση του δημόσιου χρέους. Το ΔΝΤ θέλει επίσης να ανοίξει το θέμα αυτό. Απέναντι βρίσκονται η Γερμανία και άλλοι εκπρόσωποι μιας σκληρής γραμμής. Στη μέση βρίσκεται η Γαλλία, η οποία θα ήθελε τουλάχιστον να δώσει «μια ακτίδα ελπίδας» στην ελληνική κυβέρνηση για ένα θέμα που βρισκόταν στο κέντρο της προεκλογικής εκστρατείας της. Χωρίς αυτό, το Παρίσι φοβάται πως η ευρωζώνη δεν θα ησυχάσει ποτέ αληθινά.
Οι εταίροι της Ελλάδας, έχοντας συνείδηση του προβλήματος, είχαν προβλέψει ήδη από το 2012 αυτό που ο Φρεντερίκ Ντικροζέ, αναλυτής της Credit Agricole CIB, αποκαλεί μια «αναδιάρθρωση λάιτ»: όχι να διαγραφούν πιστώσεις, αλλά να μειωθούν τα επιτόκια και να παραταθεί η αποπληρωμή.
Μια τέτοια προοπτική «είναι απαραίτητη πολιτικά για τον κ. Τσίπρα ώστε να ηγηθεί της πλειοψηφίας του, και επίσης για να ‘κλείσει’ το ΔΝΤ τους υπολογισμούς του», εξηγεί ο Ντικροζέ.
Αν το χρέος αναδιαρθρωθεί, το ελληνικό κράτος θα ανακτήσει λίγο δημοσιονομικό περιθώριο και το ΔΝΤ θα μπορέσει να μειώσει τις απαιτήσεις του για λιτότητα χωρίς να χάσει το γόητρό του. Και λίγο ενδιαφέρει αν, σύμφωνα με τον Ντικροζέ, όλο αυτό είναι μαθηματική «επιστημονική φαντασία» χωρίς σχέση με την πραγματική βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.
Η αναδιάρθρωση του χρέους είναι «ένα πολύ βραχυπρόθεσμο πολιτικό διακύβευμα και ένα πολύ μακροπρόθεσμο οικονομικό διακύβευμα», όχι μια επείγουσα οικονομική ανάγκη, υποστηρίζει από την πλευρά του ο Κρίστοφερ Ντέμπικ, οικονομολόγος της τράπεζας Saxo.
Το χρονοδιάγραμμα των αποπληρωμών της Ελλάδας εκτείνεται και μετά το 2020, όμως πριν από το έτος αυτό, η Αθήνα πρέπει να προχωρήσει σε πληρωμές προς το ΔΝΤ και την ΕΚΤ, ένα μεγάλο μέρος των οποίων είναι συγκεντρωμένο αυτό το καλοκαίρι δημιουργώντας ένα αληθινό «τείχος χρέους».
Για τον Ντέμπικ, θα ήταν δυνατό να στηριχθεί η Ελλάδα στη διάρκεια αυτής της κρίσιμης φάσης, αρχικά αποδεσμεύοντας ένα ποσό 7 δισεκ. ευρώ που είναι μπλοκαρισμένο από το περασμένο καλοκαίρι, κάτι που είναι ο στόχος των σημερινών διαπραγματεύσεων. Και στη συνέχεια με ένα νέο σχέδιο οικονομικής αρωγής, το τρίτο από το 2010.
Οι κινήσεις αυτές θα επέτρεπαν να αναβληθεί για αργότερα η συζήτηση για μια διαγραφή του χρέους, η οποία είναι αναπόφευκτη σύμφωνα με τον οικονομολόγο: «Για να γίνει το χρέος βιώσιμο, θα χρειαστούν χρόνια πολύ υψηλού πληθωρισμού. Όμως σήμερα η Ελλάδα βρίσκεται σε αποπληθωρισμό».
Το κράτος θα πρέπει επίσης, για να αναλάβει μόνο του την αποπληρωμή του χρέους, να δεχθεί να καταβάλει δημοσιονομικές προσπάθειες «που δεν έχουμε δει ποτέ, σε καμιά χώρα», στηρίζοντας ταυτόχρονα μια ισχυρή ανάπτυξη, υπογραμμίζει ο Ξαβιέ Ραγκό, πρόεδρος του Γαλλικού Παρατηρητηρίου Οικονομικών Συγκυριών (OFCE), ο οποίος τάσσεται επίσης υπέρ μιας μακροπρόθεσμης αναρρύθμισης του χρέους.
Ο οικονομολόγος εκτιμά πάντως ότι είναι «επικίνδυνο» να γίνει λόγος υπερβολικά γρήγορα για μια ενδεχόμενη διαγραφή πιστώσεων, διότι έτσι θα δηλητηριασθούν περαιτέρω οι ήδη τεταμένες σχέσεις ανάμεσα στην Αθήνα και ορισμένους εταίρους.
Ο Ραγκό τάσσεται συνεπώς υπέρ ενδιάμεσων λύσεων, αν και αναγνωρίζει πως η συνέπεια θα ήταν να «παραμείνει η Ελλάδα ψηλά στην ευρωπαϊκή ατζέντα» για χρόνια.
Περισσότερο επιθετικός, ο αριστερός οικονομολόγος Τομά Πικετί δήλωσε σε πρόσφατη συνέντευξή του στο περιοδικό Marianne πως η μη διαγραφή του ελληνικού χρέους σημαίνει την καταδίκη της χώρας «στην αιώνια μετάνοια».