«Το μακροοικονομικό κόστος των προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής στην Ελλάδα την περίοδο 2010-2014» είναι το θέμα ανάλυσης της Eurobank, σύμφωνα με την οποία από την υπογραφή του πρώτου προγράμματος διάσωσης το Μάιο του 2010, η Ελλάδα επιτέλεσε μια άνευ προηγουμένου μακροοικονομική προσαρμογή που οδήγησε στην εξάλειψη των προ-κρίσης δίδυμων ελλειμμάτων και στην αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας σε όρους μισθολογικού κόστους έναντι των κύριων εμπορικών της εταίρων.
Στο δημοσιονομικό μέτωπο, η σωρευτική βελτίωση στο πρωτογενές ισοζύγιο της Γενικής Κυβέρνησης έχει υπερβεί τις 10,5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ ενώ σε κυκλικά διορθωμένους όρους έχει ήδη προσεγγίσει τις 20 ποσοστιαίες μονάδες. Αναμφισβήτητα, αναφέρει η Eurobank, η προσαρμογή αυτή είναι η μεγαλύτερη που έχει επιτελεστεί σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα από οποιαδήποτε άλλη ανεπτυγμένη οικονομία στη σύγχρονη οικονομική ιστορία, όπως άλλωστε έχει επανειλημμένα τονιστεί από το ΔΝΤ και άλλους διεθνείς οργανισμούς, αναφέρεται στην μελέτη.
Όσον αφορά το ονομαστικό μέγεθος της συνολικής δέσμης δημοσιονομικών μέτρων που εφαρμόστηκε στο πλαίσιο των δύο διαδοχικών προγραμμάτων διάσωσης, εκτιμούμε ότι αυτό ήταν 30 μονάδες του ΑΕΠ περίπου, με το 45% των σχετικών μέτρων να εμπίπτουν στο σκέλος των εσόδων (αυξήσεις σε άμεσους και έμμεσους φόρους καθώς και στις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης) και το υπόλοιπο στην πλευρά των δαπανών (κυρίως περικοπές σε μισθούς, συντάξεις και στο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων).
Δυστυχώς, σύμφωνα με την ανάλυση, παρά την προαναφερθείσα βελτίωση, η ιδιαίτερα μεγάλη (και εμπροσθοβαρής) δημοσιονομική προσαρμογή των τελευταίων ετών συνοδεύτηκε από δραματική συρρίκνωση του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (πλέον των 26 μονάδων) και μεγάλη άνοδο του ποσοστού ανεργίας.
Η μελέτη καταδεικνύει ότι οι πολιτικές λιτότητας που εφαρμόστηκαν τα τελευταία 5 χρόνια μπορούν να ερμηνεύσουν πλήρως την επακόλουθη συρρίκνωση του ελληνικού ΑΕΠ σε σύγκριση με ένα θεωρητικό (counterfactual) σενάριο το οποίο υποθέτει: α) μηδενική δημοσιονομική προσαρμογή την περίοδο 2010-2014, και β) συνέχιση της εξωτερικής χρηματοδότησης του ελληνικού δημοσίου την εν λόγω περίοδο για την αποτροπή χρεοκοπίας και μιας πιο βίαιης απομόχλευσης της εγχώριας οικονομίας.
Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει, σύμφωνα με την ανάλυση, ότι η Ελλάδα δε θα έπρεπε να εφαρμόσει μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής τα τελευταία έτη, ιδιαίτερα λαμβάνοντας υπόψιν τις τεράστιες μακροοικονομικές ανισορροπίες που συσσωρεύτηκαν την περίοδο πριν το ξέσπασμα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2007/2008.
Αντ’ αυτού, το κεντρικό μήνυμα από την άσκηση προσομοίωσης που παρουσιάζεται στην παρούσα μελέτη είναι το ακόλουθο: «Η πιθανότητα ένα δρακόντειο πρόγραμμα λιτότητας να αποδειχθεί τελικά αντιπαραγωγικό (self-defeating), δηλαδή να οδηγήσει σε υπέρμετρη απώλεια των εισοδημάτων και σε επιδείνωση (αντί για βελτίωση) της δυναμική του δημοσίου χρέους αυξάνεται δραματικά όταν αυτό εφαρμόζεται σε συνθήκες βαθιά ύφεσης, όπως αυτές που επικράτησαν χώρα στην Ελλάδα τα τελευταία έτη. Κατ’ επέκταση, μια λιγότερο εμπροσθοβαρής (και περισσότερο αντικυκλική) δημοσιονομική προσαρμογή που θα εφαρμοζόταν όταν η οικονομία είχε ήδη αρχίσει να ανακάμπτει, θα μπορούσε τελικά να επιφέρει τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα (βελτίωση των δημοσιονομικών μεγεθών) χωρίς κατ’ ανάγκη να προκαλέσει τόσο σοβαρές απώλειες στην εγχώρια οικονομία. Το ανωτέρω αποτέλεσμα προκύπτει λόγω της τεκμηριωμένης αλληλεξάρτησης μεταξύ των δημοσιονομικών πολλαπλασιαστών και του οικονομικού κύκλου τόσο στην Ελλάδα όσο και σε πολλές άλλες οικονομίες (πολύ υψηλότεροι πολλαπλασιαστές σε περιόδους βαθειάς ύφεση από ότι σε περιόδους οικονομικής σταθερότητας και ανάπτυξης)».
Η ισχύς του ανωτέρου επιχειρήματος, όπως αναφέρεται στην ανάλυση, «αυξάνεται με την υιοθέτηση, επίσης, ενός αξιόπιστου πολυετούς προγράμματος δημοσιονομικής εξυγίανσης και, κυρίως, με την εφαρμογή γενναίων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, προγραμμάτων ενίσχυσης της ρευστότητας και άλλων στρατηγικών με στόχο την αντιμετώπιση των περιοριστικών επιδράσεων της δημοσιονομικής προσαρμογής και την ταχύτερη επάνοδο σε θετικούς (και βιώσιμους) ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης».