«Γελοία» χαρακτήρισε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, κ. Προβόπουλος, τα σενάρια περί εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ και επιστροφής στη δραχμή.
Κατά τη διάρκεια της παρουσίας των αποτελεσμάτων μελέτης για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην οικονομία της Ελλάδας τα επόμενα 90 χρόνια, ο κ. Προβόπουλος δήλωσε πως η εν λόγω έκθεση «αποτελεί ξεκάθαρη απάντηση στα διάφορα απίθανα και γελοία σενάρια που κυκλοφορούν τελευταία. Σας υπενθυμίζω ότι όλοι οι υπολογισμοί της ανάλυσης κόστους-όφελους που περιλαμβάνονται στην έκθεση, είναι σε ευρώ», υπογράμμισε.
Η έκθεση της Επιτροπής για την μελέτη των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, παρουσιάστηκε σήμερα, σε ειδική εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.
Στην εκδήλωση απηύθυνε χαιρετισμό ο Πρωθυπουργός κ. Γεώργιος Α. Παπανδρέου. Την Έκθεση παρουσίασε ο ακαδημαϊκός και Συντονιστής της Επιτροπής Μελέτης Επιπτώσεων της Κλιματικής Αλλαγής, Χρήστος Ζερεφός. Στην εκδήλωση, εκτός του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, Γεωργίου Προβόπουλου, μίλησαν η υπουργός Περιβάλλοντος Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, Τίνα Μπιρμπίλη, και ο Αντιπρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας και πρώην Επίτροπος Περιβάλλοντος της Ε.Ε., Σταύρος Δήμας. Την εκδήλωση συντόνισε ο δημοσιογράφος, Νίκος Χατζηνικολάου.
Τον Φεβρουάριο του 2009, με πρωτοβουλία του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, Γεωργίου Προβόπουλου, συστάθηκε Επιτροπή από διακεκριμένους επιστήμονες, στην οποία ανατέθηκε η εκπόνηση μελέτης σχετικά με τις περιβαλλοντικές, οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα. Μετά από έρευνες 26 μηνών, σήμερα, 1η Ιουνίου του 2011, δημοσιεύθηκε η Έκθεση της Επιτροπής και παρουσιάστηκαν τα αποτελέσματα της μελέτης σε ειδική εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.
Όπως προκύπτει από τα αποτελέσματα των κλιματικών προσομοιώσεων, προβλέπεται ότι μέχρι τα τέλη του 21ου αιώνα η θερμοκρασία θα σημειώσει σημαντική άνοδο, ενώ το ύψος του υετού που αναμένεται στο σύνολο της επικράτειας θα μειωθεί. Παράλληλα θα αυξηθούν δραστικά η ένταση των θερμών εισβολών και η διάρκεια των περιόδων ξηρασίας, με συνέπεια, μεταξύ άλλων, τη σημαντική αύξηση του κινδύνου δασικών πυρκαγιών. Οι μεταβολές αυτές προβλέπεται ότι θα έχουν σημαντικές επιπτώσεις στα οικοσυστήματα της περιοχής, αλλά και σε μια σειρά από τομείς και αποτελέσματα της ανθρώπινης δραστηριότητας.
Βάσει των κλιματικών προσομοιώσεων, εκτιμήθηκαν οι κίνδυνοι και οι επιπτώσεις της κλιματικής μεταβολής στα υδάτινα αποθέματα, τη μέση στάθμη της θάλασσας, την αλιεία και τις υδατοκαλλιέργειες, τη γεωργία και τα γεωργικά εδάφη, τα δάση και τα δασικά οικοσυστήματα, τη βιοποικιλότητα και τα οικοσυστήματα, τον τουρισμό, το δομημένο περιβάλλον, τις μεταφορές, την υγεία και την εξορυκτική βιομηχανία. Οι επιμέρους μελέτες παρουσιάζουν ποσοτικές εκτιμήσεις του μεγέθους των αναμενόμενων περιβαλλοντικών και οικονομικών επιπτώσεων. Οι εκτιμήσεις αυτές μπορούν να συμβάλουν στο σχεδιασμό πολιτικών προσαρμογής.
Η κλιματική αλλαγή θα έχει σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις σε πολλούς τομείς στην Ελλάδα. Οι επιπτώσεις στους τομείς της γεωργίας, των δασών, της αλιείας, του τουρισμού, των μεταφορών, στις δραστηριότητες σε παράκτιες περιοχές και στο δομημένο περιβάλλον των αστικών κέντρων οφείλονται στην αύξηση της θερμοκρασίας, στην ξηρασία, σε ακραία καιρικά φαινόμενα και στην άνοδο της στάθμης της θάλασσας. Σύμφωνα με την Έκθεση, οι επιπτώσεις αυτές θα οδηγήσουν σε μείωση της παραγωγικότητας, σε απώλεια κεφαλαίου και σε επιπλέον δαπάνες για την αποκατάσταση των ζημιών. Αρνητικές συνέπειες θα υπάρξουν επίσης όσον αφορά τη βιοποικιλότητα, τα οικοσυστήματα της Ελλάδος και την υγεία των κατοίκων.
Το κόστος της κλιματικής αλλαγής για την ελληνική οικονομία, αν δεν υπάρξει δράση για την αντιμετώπισή της ούτε στην Ελλάδα ούτε σε παγκόσμιο επίπεδο, εκτιμήθηκε από τη μελέτη ότι θα είναι πολύ υψηλό. Αν η κλιματική αλλαγή εξελιχθεί με την ένταση που αναμένεται έως το 2050 και το 2100 χωρίς παγκόσμια προσπάθεια μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, η σωρευτική ζημία για την ελληνική οικονομία μέχρι και το 2100 φθάνει τα 701 δισ. ευρώ, δηλ. ισοδυναμεί με το τριπλάσιο του σημερινού ετήσιου ΑΕΠ της χώρας.