Ο Αντρέας Φιζάν ήρθε πρόσφατα στην Αθήνα για να πάρει μέρος σε εκδηλώσεις της Εναλλακτικής Παρέμβασης Δικηγόρων.

Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου του Πανεπιστημίου Biefefeld της Γερμανίας, έχει ασχοληθεί με την κυκλοφορία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και την ανάγκη του να αυξηθεί μέσω νέων παράγωγων προϊόντων, που δεν έχουν σχέση με τη πραγματική παραγωγή. Θεωρεί ότι το ευρωπαϊκό Σύνταγμα στηρίζεται μονομερώς στην οικονομία της αγοράς, παρομοιάζει την Ευρώπη με καζάνι που βράζει και ζητά να αλλάξει η οπτική της πολιτικής μέσα από ένα νέο ευρωπαϊκό New Deal. Λέει «όχι» στην έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ.

Ο Αντρέας Φιζάν σε συνέντευξη του στην εφημερίδα «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία» εκφράζει την άποψη ότι ο λόγος που φτάσαμε ως εδώ είναι το γεγονός ότι έχουμε πολύ χρήμα στα ανώτερα στρώματα της κοινωνίας. «Από τη στιγμή που το κεφάλαιο, μετά το ’80, ψάχνει να τοποθετηθεί για να πολλαπλασιασθεί και μπορεί να ασκήσει πολιτική πίεση, η απάντηση της Ε.Ε. και του κόσμου ολόκληρου ήταν ιδιωτικοποιήσεις, μείωση των αποδοχών και μείωση των φόρων. Μιλάμε για τους φόρους των επιχειρήσεων. Μην ξεχνάτε, όμως, ότι οι μισθοί φέρνουν πάντα τους σίγουρους φόρους. Αν ξαφνικά ο μισθός γίνει μικρότερος, μειώνονται και τα έσοδα του κράτους. Και στη Γερμανία το ποσοστό του φόρου που πλήρωναν οι επιχειρήσεις κατά τις δεκαετίες του ’50, του ’60, του ’70 ήταν περίπου ίδιο με όσα πλήρωναν οι μισθωτοί. Όμως ξαφνικά υπήρξε μια μεγάλη υποχώρηση, μια τεράστια διαφορά. Είναι πλέον πολλά τα λεφτά που πληρώνουν οι μισθωτοί και πολύ λίγα αυτά που πληρώνουν οι επιχειρήσεις. Και τα λεφτά αυτά λείπουν από το κράτος».

Στην ερώτηση τι πρέπει να γίνει στην Ε.Ε. απαντά:
«Υπάρχει μια ανάγκη αναθεώρησης. Αυτό είναι σαφές. Μετά τη κρίση του ’29 ο Ρούσβελτ στις ΗΠΑ είχε εισηγηθεί το New Deal. Ενα μέτρο τότε ήταν η φορολόγηση πάνω από 70% σε ακραίες περιπτώσεις. Στη Γερμανία, για παράδειγμα, η πιο υψηλή φορολόγηση είναι σήμερα 43%. Και η Συνθήκη του Μάαστριχτ, που λέει “όχι” στη υπερχρέωση, θα μπορούσε να πει και λιγότερη ανεργία και ένα μίνιμουμ φορολόγησης. Πρέπει να αλλάξει η οπτική της πολιτικής. Η κρίση δεν τελείωσε, ούτε για τη Γερμανία ούτε φυσικά για σας. Έχω την εντύπωση ότι και η γερμανική και η ευρωπαϊκή αλλά και η παγκόσμια κοινωνία ψάχνουν για νέα μοντέλα. Και το κάνουν με αντιπαραθέσεις, με πιέσεις, με αγώνες. Με αντιπαραθέσεις μεταξύ των πλούσιων και των φτωχών, μεταξύ διαφόρων κρατών… Υπάρχει πίεση, είναι ένα καζάνι που βράζει και αναζητά διεξόδους και λύσεις που ακόμη δεν έχουν βρεθεί».