Δημοσίευμα του blog των «Financial Times» αναφέρεται στις απόψεις του οικονομολόγου, Νουριέλ Ρουμπινί, για το ελληνικό δημόσιο χρέος καθώς και για τις επιδράσεις που είχε τόσο στην εγχώρια οικονομία όσο και στις διεθνείς αγορές η υιοθέτηση καθενός από αυτά.
Δύο είναι τα δεδομένα, σύμφωνα με το γνωστό οικονομολόγο: πρώτον, η κατάσταση στο ελληνικό δημόσιο χρέος είναι εμφανώς μη διατηρήσιμη (θα φτάσει πάνω από το 160% του ΑΕΠ πριν αρχίσει να κατεβαίνει και αυτό, με βάση το θετικό σενάριο), και, δεύτερον, τα μέτρα λιτότητας και οι δομικές αλλαγές είναι απαραίτητα, αλλά όχι αρκετά για την αντιμετώπιση του θέματος.
Σύμφωνα με αναλυτές, από την εφαρμογή του σημερινού προγράμματος στήριξης εμφανίζονται τρεις κίνδυνοι:
Πρώτον, η σταδιακή μετατόπιση του χρέους από τους ιδιώτες (στους οποίους μπορεί να γίνει «κούρεμα») προς προνομιακούς δανειστές, όπως τα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το ΔΝΤ κ.ά., που έχουν σε εμάς δανείσει με πολύ αυστηρότερους όρους.
Δεύτερον, η αυξανόμενη απειλή για ανεπιθύμητη έκβαση στο ελληνικό ζήτημα.
Και τρίτον, το σενάριο της μετάδοσης του ελληνικού προβλήματος στις υπόλοιπες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου και ουσιαστικά στην παγκόσμια οικονομία.
Προσφορότερη λύση για τον κ. Ρουμπινί είναι η αλλαγή μέσα στο 2011 των κρατικών ομολόγων με νέα, τα οποία θα έχουν σημαντικά μεγαλύτερη διάρκεια, καμιά μείωση της ονομαστικής αξίας (οπότε δεν θα μιλάμε για αναδιάρθρωση) και μικρή υποχώρηση του επιτοκίου.
Σε αυτήν την περίπτωση, το δημόσιο χρέος θα παραμείνει πολύ υψηλό, αλλά θα καταστεί πολύ πιο εύκολα διαχειρίσιμο γιατί ο κίνδυνος της αναχρηματοδότησης όπως και το ύψος των επιτοκίων θα μειωθούν.
Η αναχρηματοδότηση του κρατικού χρέους με νέους όρους θα μπορούσε να γίνει είτε μονομερώς με αλλαγή του ελληνικού θεσμικού πλαισίου -γεγονός που θα πυροδοτούσε τα CDSs και θα απογοήτευε την αγορά- είτε σε εθελοντική βάση, εξέλιξη που δεν θα είχε τις προηγούμενες επιπτώσεις.
Επίσης, υπάρχει και μία ακόμα παραλλαγή: η Ελλάδα να χρησιμοποιήσει εγγυήσεις από το ΔΝΤ ή κάποια προγράμματα διάσωσης της ευρωζώνης για να βελτιώσει την πιστωτική διαβάθμιση των νέων ομολόγων που θα δώσει και να κάνει περισσότερο ελκυστική την προσπάθεια εθελοντικής επιμήκυνσης του χρέους.
Τέλος, ο γνωστός οικονομολόγος δεν αποκλείει να υπάρξουν ταυτόχρονα δύο ξεχωριστές προτάσεις από την ελληνική πλευρά στους κατόχους των ομολόγων. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι υφίστανται δύο κατηγορίες επενδυτών: αυτοί που αποτιμούν τα ομόλογα σε τρέχουσες τιμές (hedge funds, κ.λπ.) και εκείνοι (τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρίες κ.ά.) που τα αποτιμούν στο κόστος κτήσης τους.
Έτσι, η Ελλάδα θα μπορούσε να προσφέρει στους ομολογιούχους δύο επιλογές: ομόλογα με μειωμένη ονομαστική αξία (δηλαδή «κουρεμένα») σε όσους τα αποτιμούν σε τρέχουσες τιμές και ομόλογα χωρίς μείωση της ονομαστικής τους αξίας για τους υπόλοιπους.