Η επέκταση στις αγορές των Βαλκανίων και της Ανατολικής Ευρώπης αλλά και η ανάγκη δημιουργίας προϊόντων φιλικών προς το περιβάλλον που τροφοδοτεί τη ζήτηση για νέες χημικές πρώτες ύλες, μπορεί να αποτελέσουν δυο βασικές διεξόδους ανάπτυξης για τις επιχειρήσεις χημικών πρώτων υλών.
Αυτό επισημαίνει μεταξύ άλλων έρευνα της Hellastat, η οποία στα «συν» των εταιρειών του κλάδου αναδεικνύει το ευρύ πελατολόγιο από διάφορες βιομηχανίες, γεγονός που προσφέρει δυνατότητα διαχείρισης του επιχειρηματικού κινδύνου, τα υψηλά περιθώρια κερδοφορίας στα εξειδικευμένα προϊόντα («specialties») αλλά και τις συνεργασίες με πολυεθνικές επιχειρήσεις και μεγάλους οίκους χημικών.
Από την άλλη πλευρά όμως, ο κλάδος έχει να αντιμετωπίσει και σειρά αδυναμιών. Αδυναμίες, που όπως αναφέρεται στην έρευνα, σχετίζονται με την υψηλή εισαγωγική διείσδυση, στην πτώση της βιομηχανικής παραγωγής κλάδων/πελατών, την εξάρτηση των πρώτων υλών από την τιμή του πετρελαίου, αλλά και τα επιπλέον κόστη για τις εταιρείες του κλάδου κατά την εφαρμογή του Κανονισμού REACH.
Η ζήτηση για τα προϊόντα του κλάδου και κατ’ επέκταση η πορεία των εταιρειών που τον απαρτίζουν, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την επίδοση και τις εξελίξεις στους τομείς στους οποίους απευθύνονται. Οι βασικότερες κατηγορίες πελατών είναι οι βιομηχανίες χρωμάτων, πλαστικών, καλλυντικών, φαρμάκων, απορρυπαντικών, τροφίμων και ποτών. Ωστόσο η ύφεση έχει επιδράσει αρνητικά στην πορεία των παραπάνω αγορών, εξαιρουμένων των φαρμάκων. Η φαρμακοβιομηχανία είναι η μόνη που ακολουθεί θετική πορεία χάριν στην αύξηση της εγχώριας παραγωγής γενόσημων φαρμάκων.
Σύμφωνα με την έρευνα της Hellastat, στον κλάδο των χημικών πρώτων υλών δραστηριοποιούνται περίπου 100 επιχειρήσεις εκ των οποίων η πλειονότητα είναι εμπορικές. Από το σύνολο των εταιρειών μόλις 16 πραγματοποιούν κύκλο εργασιών μεγαλύτερο των 20 εκατ. Ευρώ ενώ 71 είναι κερδοφόρες. Ο κύκλος εργασιών τους (2009) διαμορφώνεται σε 995 εκατ. Ευρώ έχοντας καταγράψει πτώση κατά 15,7%.