Η Ελλάδα αποτελεί έναν από τους κορυφαίους τουριστικούς προορισμούς παγκοσμίως, προσελκύοντας εκατομμύρια επισκέπτες κάθε χρόνο, χάρη στον μοναδικό συνδυασμό φυσικής ομορφιάς, πλούσιας πολιτιστικής κληρονομιάς και φημισμένης φιλοξενίας.
Το 2024, η Ελλάδα κατέγραψε ρεκόρ αφίξεων, με περισσότερους από 35 εκατομμύρια διεθνείς επισκέπτες, εδραιώνοντας τη θέση της ως ένας από τους κορυφαίους ταξιδιωτικούς προορισμούς.
Η ανάπτυξη του τουρισμού ενισχύει την οικονομία, αλλά ταυτόχρονα δημιουργεί προκλήσεις, καθώς η ανάγκη για βιώσιμη ανάπτυξη είναι πιο επιτακτική από ποτέ. Ταυτόχρονα, παρά τη μεγάλη απήχηση της Ελλάδας, η παρουσία διεθνών ξενοδοχειακών brands παραμένει περιορισμένη σε σύγκριση με άλλες μεσογειακές αγορές, αφήνοντας σημαντικά περιθώρια για ανάπτυξη.
Μέσα από τη δική της «Λευκή Βίβλο» (White Paper) η Accor στην έκθεση της για το 2025 με τίτλο «Βιώσιμη ανάπτυξη του ελληνικού τουρισμού», αναδεικνύει τη στρατηγική για μια ολοκληρωμένη και υπεύθυνη τουριστική ανάπτυξη, εστιάζοντας σε καινοτόμες πρακτικές και πολιτικές που διασφαλίζουν ένα βιώσιμο μέλλον, συγκεντρώνοντας απόψεις κορυφαίων στελεχών του κλάδου.

Προκλήσεις και ευκαιρίες
Η Ελλάδα βρίσκεται μπροστά σε μια μοναδική ευκαιρία να διαμορφώσει ένα νέο τουριστικό μοντέλο που θα διασφαλίζει τη μακροπρόθεσμη επιτυχία, διατηρώντας παράλληλα τη μοναδικότητα που την καθιστά έναν από τους κορυφαίους προορισμούς. Ανάμεσα στις στρατηγικές που θα διασφαλίσουν τη θέση της Ελλάδας ως ένας παγκόσμιας κλάσης ταξιδιωτικός προορισμός και για τις επόμενες γενιές περιλαμβάνονται οι εξής προτάσεις:
- Υιοθέτηση βιώσιμων πρακτικών: Από τη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας έως τη μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος των ξενοδοχείων.
- Συνεργασία με τις τοπικές κοινότητες: Η ενίσχυση της συμμετοχής των τοπικών κοινωνιών στην τουριστική ανάπτυξη είναι κλειδί για τη μακροπρόθεσμη επιτυχία.
- Επαναπροσδιορισμός του πολυτελούς τουρισμού: Η έννοια της πολυτέλειας αλλάζει και εστιάζει πλέον στην αυθεντικότητα, τη βιωσιμότητα και την εμπειρία.
- Καινοτόμα μοντέλα φιλοξενίας: Δομές που συνδυάζουν την οικολογική συνείδηση με την κορυφαία φιλοξενία.
Οι απόψεις κορυφαίων στελεχών του κλάδου

«Οι κυβερνήσεις, οι τοπικές αρχές και ο ιδιωτικός τομέας πρέπει να αναπτύξουν στρατηγικά σχέδια που διαφυλάσσουν το φυσικό και πολιτιστικό τοπίο. Ο τουρισμός πρέπει να λειτουργεί ως μοχλός βιώσιμης ανάπτυξης, όχι ως απειλή για το περιβάλλον» αναφέρει ο Ανδρέας Φιορεντίνος, Γενικός Γραμματέας ΕΟΤ, στην έκθεση της Accor.
Όπως σημειώνει ο ίδιος «οι επιχειρήσεις φιλοξενίας καλούνται να αντιμετωπίσουν με επιδεξιότητα τις πιο απαιτητικές προκλήσεις που επιβαρύνουν τους δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς, καταλήγοντας σε απτά και βιώσιμα αποτελέσματα. Αυτές οι προκλήσεις έγιναν ακόμα πιο εμφανείς μετά την πανδημία, ενώ συμβαδίζουν απόλυτα με τις τάσεις της τουριστικής ζήτησης στον 21ο αιώνα».
Αντίστοιχα, ο Αλέξανδρος Θάνος, Executive Director ΣΕΤΕ επισημαίνει ότι: «Η δημιουργία Οργανισμών Διαχείρισης Προορισμών (DMOs) είναι αναγκαία για μια στρατηγική ανάπτυξη που σέβεται το περιβάλλον και τις τοπικές κοινωνίες».
Ο ρόλος της ιδιωτικής πρωτοβουλίας
Η ιδιωτική πρωτοβουλία, με πρωταγωνιστές τις μεγάλες διεθνείς ξενοδοχειακές αλυσίδες, θέτει τη βιωσιμότητα στο επίκεντρο της στρατηγικής της, αναγνωρίζοντας την ανάγκη για έναν τουρισμό που σέβεται το περιβάλλον. Οι θεμελιώδεις άξονες αυτής της προσέγγισης περιλαμβάνουν:
- Πράσινες υποδομές: Οι νέες ξενοδοχειακές μονάδες σχεδιάζονται με βάση ενεργειακά αποδοτικά μοντέλα, μείωση απορριμμάτων και χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
- Βιώσιμη γαστρονομία: Προώθηση τοπικών προϊόντων και συνεργασίες με μικρούς παραγωγούς.
- Διατήρηση της τοπικής κουλτούρας: Ξενοδοχεία και τουριστικές επιχειρήσεις που ενσωματώνουν την πολιτιστική ταυτότητα της περιοχής, ενισχύοντας την αυθεντικότητα της εμπειρίας.

«Οι διεθνείς ξενοδοχειακές αλυσίδες έχουν συμβάλει στην ανάδειξη της ελληνικής φιλοξενίας, διατηρώντας παράλληλα την αυθεντικότητά της. Αυτή η σύνθεση είναι το κλειδί για την επιτυχία» αναφέρει η Χλόη Λασκαρίδη, Πρόεδρος Lampsa Hotels.
Διεθνή ξενοδοχειακά brands στην Ελλάδα και η σύγκριση με άλλες μεσογειακές αγορές
Παραδοσιακά, η ελληνική ξενοδοχειακή αγορά κυριαρχείται από ανεξάρτητα ξενοδοχεία και μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις, γεγονός που έχει συμβάλει στη διαμόρφωση της μοναδικής της ταυτότητας, επισημαίνει η έκθεση της Acor. Όμως, με τις μεταβαλλόμενες προτιμήσεις των ταξιδιωτών και την αυξανόμενη ζήτηση για αναγνωρίσιμα διεθνή πρότυπα, οι διεθνείς ξενοδοχειακές αλυσίδες έχουν τη δυνατότητα να συμπληρώσουν την τοπική προσφορά και να ενισχύσουν την ελληνική τουριστική εμπειρία.
Σύμφωνα με την GBR Consulting, κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2024, στην Ελλάδα λειτουργούσαν 205 ξενοδοχεία με συνολικά 29.204 δωμάτια που ανήκαν σε 39 διεθνείς ξενοδοχειακές αλυσίδες με δραστηριότητα στη χώρα, .
– Στην κατηγορία των 5 αστέρων, μόλις το 20% των ξενοδοχείων και το 26% του συνολικού αποθέματος δωματίων ανήκουν σε διεθνείς αλυσίδες.
– Στην κατηγορία των 4 αστέρων, η παρουσία ήταν ακόμα χαμηλότερη, με μόλις το 5% των ξενοδοχείων και το 11% των δωματίων να συνδέονται με διεθνή brands.
Αυτά τα στοιχεία αποδεικνύουν ότι η ελληνική αγορά εξακολουθεί να κυριαρχείται από ανεξάρτητες επιχειρήσεις και μικρότερους τοπικούς παίκτες, γεγονός που δημιουργεί σημαντικές προοπτικές για την είσοδο και την ανάπτυξη διεθνών ξενοδοχειακών αλυσίδων, προκειμένου να ανταποκριθούν στις διαρκώς μεταβαλλόμενες απαιτήσεις των ταξιδιωτών.
Ιταλία
Σύμφωνα με την έκθεση Chains Monitor της THRENDS (για το γ΄ τρίμνηνο του 2024), η Ιταλία διαθέτει πολύ μεγαλύτερη διείσδυση διεθνών ξενοδοχειακών αλυσίδων συγκριτικά με την Ελλάδα.
- Στο τρίτο τρίμηνο του 2024, στην Ιταλία υπήρχαν 2.380 ξενοδοχεία αλυσίδων με 229.000 δωμάτια, που αντιστοιχούν στο 21,5% του συνολικού ξενοδοχειακού αποθέματος της χώρας.
- Από το 2013, ο αριθμός των δωματίων που προσφέρονται από ξενοδοχεία αλυσίδων στην Ιταλία έχει αυξηθεί κατά 57%, γεγονός που καταδεικνύει τη συνεχή ανάπτυξη και ωρίμανση της αγοράς.
- Συνολικά, 81 διεθνείς ξενοδοχειακές αλυσίδες δραστηριοποιούνται στην Ιταλία, μέσω 168 διαφορετικών brands, καθιστώντας την χώρα μία από τις πιο δυναμικές ξενοδοχειακές αγορές της Ευρώπης.
Πορτογαλία
Σύμφωνα με την έκθεση της Horwath HTL (Οκτώβριος 2023), η Πορτογαλία παρουσιάζει ισχυρή παρουσία διεθνών ξενοδοχειακών αλυσίδων:
- 623 ξενοδοχεία αλυσίδων, με 73.405 δωμάτια.
- Τα ξενοδοχεία αλυσίδων αντιστοιχούν στο 30% του συνολικού αριθμού ξενοδοχείων και στο 51% του συνολικού ξενοδοχειακού αποθέματος της χώρας.
Ισπανία
Βάσει της έκθεσης της Horwath HTL (δ΄τρίμηνο 2023), η Ισπανία θεωρείται μία από τις πιο ανεπτυγμένες αγορές στον τομέα των διεθνών ξενοδοχειακών αλυσίδων:
- 2.831 ξενοδοχεία ανήκουν σε διεθνείς αλυσίδες, προσφέροντας 427.951 δωμάτια.
- Οι αλυσίδες αντιπροσωπεύουν το 37% του συνολικού αριθμού ξενοδοχείων και το 60% του συνολικού αριθμού δωματίων της Ισπανίας.
Το μέλλον του ελληνικού τουρισμού
Ο ελληνικός τουρισμός έχει φτάσει σε ένα κρίσιμο σημείο καμπής. Η αύξηση των επισκεπτών είναι αναμφίβολα θετική για την οικονομία, αλλά η αλόγιστη τουριστική ανάπτυξη μπορεί να οδηγήσει σε μη αναστρέψιμες ζημιές.
Η λύση βρίσκεται στην ισορροπία μεταξύ ανάπτυξης και διατήρησης, με στοχευμένες επενδύσεις σε βιώσιμες υποδομές, πράσινες τεχνολογίες και συνεργασίες με τις τοπικές κοινωνίες.
Παράλληλα, η σύγκριση της Ελλάδας με τις μεσογειακές αγορές της Ιταλίας, της Πορτογαλίας και της Ισπανίας αναδεικνύει μια σαφή ευκαιρία για την ελληνική ξενοδοχειακή αγορά να μειώσει το χάσμα στην εκπροσώπηση των διεθνών αλυσίδων. Αν και η Ελλάδα διαθέτει απαράμιλλα φυσικά και πολιτιστικά πλεονεκτήματα, η σχετικά χαμηλή διείσδυση των διεθνών brands περιορίζει την πλήρη αξιοποίηση του τουριστικού της δυναμικού.
Με την ενθάρρυνση μιας μεγαλύτερης συμμετοχής των παγκόσμιων ξενοδοχειακών αλυσίδων, η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να ενισχύσει την ελκυστικότητά της, να αυξήσει την ικανοποίηση των επισκεπτών και να ισχυροποιήσει τη θέση της στην ανταγωνιστική μεσογειακή τουριστική αγορά.