Τα ελληνικά ομόλογα έκαναν «θραύση», με επενδυτές να επιθυμούν να δανείσουν το ελληνικό Δημόσιο ενόψει και της αυριανής αξιολόγησης από τη Moodys.

Σύμφωνα με τις ανακοινώσεις του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους, στα δύο βιβλία προσφορών που άνοιξαν σήμερα κατά τη διαδικασία του επανανοίγματος (reopening) των δύο εκδόσεων, κατατέθηκαν προσφορές 56,5 δισ. ευρώ. Το ελληνικό Δημόσιο άντλησε τελικά από τα δύο αυτά ομόλογα 3 δισ. ευρώ. Με τις δύο αυτές εκδόσεις, αλλά και με την έκδοση του 10ετούς ομολόγου που πραγματοποιήθηκε τον Ιανουάριο, από την οποία αντλήθηκαν 4 δισ. ευρώ, καλύφθηκε περίπου το 90% του δανειακού προγράμματος για το 2025.

Όπως προκύπτει από τα οριστικά στοιχεία, η απόδοση για το 15ετές ομόλογο (λήξεως 18 Ιουλίου 2038) διαμορφώνεται στο Mid Swaps +126 μονάδες βάσης ή περίπου στο 4,1% (έναντι αρχικής καθοδήγησης για MS +134 μονάδες βάσης). Οι προσφορές ξεπέρασαν τα 35 δισ. ευρώ. Αντίστοιχα, για τον 30ετή τίτλο (λήξεως 15 Ιουνίου 2054), η απόδοσή του διαμορφώθηκε στο Mid Swaps +175 ή στο 4,42% (από ΜS +182 μονάδες βάσης). Οι προσφορές υπερέβησαν τα 21,5 δισ. ευρώ.

Ανάδοχοι της συναλλαγής είναι οι Barclays, BNP Paribas, Commerzbank, Eurobank, JP Morgan και Τράπεζα Πειραιώς.

Με τη στρατηγική του ΟΔΔΗΧ στο μέτωπο των νέων εκδόσεων, διασφαλίζεται το ελληνικό Δημόσιο από ανεπιθύμητες εξελίξεις στην αγορά των ομολόγων, όπου ήδη μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης των ΗΠΑ από τον Ντόναλντ Τράμπ καταγράφεται διεθνώς αύξηση των αποδόσεων. Παρά τη μείωση των επιτοκίων από την Ευρωπαική Κεντρική Τράπεζα, η απόδοση του ελληνικού 10ετούς ομολόγου έχει αυξηθεί κατά περίπου 0,55%. Ενδεικτικά, στις αρχές Ιανουαρίου, η απόδοση κυμαίνονταν στο 3,10%, ενώ χθες στο κλείσιμο του ΗΔΑΤ διαμορφώθηκε στο 3,74%. Ωστόσο, το περιθώριο έναντι των γερμανικών ομολόγων παραμένει σχεδόν αμετάβλητο, στα επίπεδα του 0,8% -0,9% (με μικρές διακυμάνσεις), καθώς σε ανάλογη αυξητική πορεία βρίσκονται και οι αποδόσεις των γερμανικών τίτλων.

Στο μέτωπο της ενεργητικής διαχείρισης του δημόσιου χρέους, ο ΟΔΔΗΧ, με επιτυχημένες συμβάσεις swap που έχει συνάψει μετά την πρόωρη αποπληρωμή των υποκείμενων ομολόγων, έχει κατορθώσει να διασφαλίσει κέρδη άνω των 500 εκατ. ευρώ σε βάθος 10ετίας. Ωστόσο, επιλογή της διοίκησης του Οργανισμού είναι η μη ρευστοποίηση των κερδών αυτών και η επανεπένδυσή τους, έτσι ώστε να επιτυγχάνεται η συγκράτηση του κονδυλίου των τόκων, με τους οποίους επιβαρύνεται ο προϋπολογισμός, για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους. Κατ’ επέκταση, συγκρατούνται οι χρηματοδοτικές ανάγκες του Δημοσίου σε επίπεδα χαμηλά, γεγονός που ενισχύει τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους.