Η αναντιστοιχία δεξιοτήτων μεταξύ του εργατικού δυναμικού και των αναγκών της αγοράς εργασίας παραμένει μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της ελληνικής οικονομίας, παρά τη σταθερή μείωση της ανεργίας τα τελευταία χρόνια.

Σύμφωνα με έρευνα της Alpha Bank, ενώ το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε στο 10,3% το εννεάμηνο του 2024, η Ελλάδα εξακολουθεί να καταγράφει το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό ανεργίας στην ΕΕ, μετά την Ισπανία. Αυτό οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, στη δυσκολία αντιστοίχισης των διαθέσιμων δεξιοτήτων με τις απαιτήσεις της αγοράς εργασίας, μια πραγματικότητα που ενισχύεται από την αυξημένη ζήτηση για νέες, εξειδικευμένες δεξιότητες.

Η Ελλάδα εμφανίζει εντυπωσιακή άνοδο στο μορφωτικό επίπεδο του πληθυσμού της. Το ποσοστό των νέων ηλικίας 25-34 ετών που διαθέτουν πανεπιστημιακό πτυχίο έφτασε στο 45%, υπερβαίνοντας τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (42%). Ωστόσο, αυτό το φαινομενικά θετικό στοιχείο συνοδεύεται από σοβαρά προβλήματα. Πολλοί πτυχιούχοι εργάζονται σε θέσεις που δεν απαιτούν πανεπιστημιακή εκπαίδευση, οδηγώντας σε φαινόμενα πλεονάζουσας εξειδίκευσης, η οποία έφτασε το 31,4% το 2023 – το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ. Ταυτόχρονα, το 41,7% των εργαζομένων απασχολείται σε τομείς που δεν σχετίζονται με το αντικείμενο των σπουδών τους, στοιχείο που φανερώνει την αποσύνδεση μεταξύ πανεπιστημιακής εκπαίδευσης και πραγματικών αναγκών της αγοράς.

Εργασία

Η αναντιστοιχία αυτή αντικατοπτρίζεται και στις κενές θέσεις εργασίας, οι οποίες αυξάνονται σταθερά. Το 2024, το ποσοστό κενών θέσεων εργασίας ανήλθε στο 2,8%, ενώ το 2019 ήταν μόλις 0,7%. Αυτή η τάση δεν αποδίδεται μόνο στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας λόγω της οικονομικής ανάκαμψης αλλά και στη διαρθρωτική ανεργία. Μεγάλο μέρος του ανέργου πληθυσμού δεν διαθέτει τις δεξιότητες που ζητούνται, γεγονός που καθιστά δύσκολη τη στελέχωση συγκεκριμένων κλάδων, όπως η πληροφορική, η υγεία και οι τεχνολογίες αιχμής. Επιπλέον, η μακροχρόνια ανεργία στην Ελλάδα παραμένει από τις υψηλότερες στην ΕΕ, αγγίζοντας το 52,5%, υποδεικνύοντας την ανάγκη για συστηματική αναβάθμιση δεξιοτήτων και καλύτερη ενσωμάτωση των ανέργων στην αγορά εργασίας.

Οι δεξιότητες του μέλλοντος

Οι εξελίξεις στην τεχνολογία και τις ανάγκες της αγοράς υπογραμμίζουν τη σημασία νέων δεξιοτήτων, κυρίως στον τομέα της πληροφορικής και της τεχνητής νοημοσύνης. Σύμφωνα με το CEDEFOP, οι ειδικότητες που παρουσιάζουν υψηλή ζήτηση περιλαμβάνουν προγραμματιστές, αναλυτές δεδομένων, ειδικούς σε δίκτυα υπολογιστών, καθώς και επαγγελματίες της υγειονομικής περίθαλψης. Παράλληλα, οι πράσινες και ψηφιακές δεξιότητες αποκτούν κεντρική σημασία, καθώς οι επιχειρήσεις στρέφονται προς βιώσιμες και καινοτόμες λύσεις. Ειδικότερα, η χρήση ψηφιακών εργαλείων, η ανάλυση δεδομένων και η ικανότητα επίλυσης προβλημάτων θεωρούνται καίριας σημασίας δεξιότητες για τη σύγχρονη οικονομία.

Η αντιμετώπιση της αναντιστοιχίας δεξιοτήτων απαιτεί συντονισμένη δράση. Το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας περιλαμβάνει επενδύσεις σε εκπαίδευση, επαγγελματική κατάρτιση και προγράμματα διά βίου μάθησης, με έμφαση στις ψηφιακές και πράσινες τεχνολογίες. Παράλληλα, αναγκαία θεωρείται η ενίσχυση της επαγγελματικής εκπαίδευσης και η καλύτερη σύνδεση των πανεπιστημίων με την αγορά εργασίας, μέσω της ενσωμάτωσης προγραμμάτων πρακτικής άσκησης και της δημιουργίας εξειδικευμένων μεταπτυχιακών προγραμμάτων.

Εργασία από το γραφείο στο σπίτι

Η ανάγκη για στρατηγικές συνεργασίες μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα είναι πιο επιτακτική από ποτέ. Οι επιχειρήσεις καλούνται να αναλάβουν ενεργό ρόλο, επενδύοντας στην επανακατάρτιση του προσωπικού τους, ενώ οι εκπαιδευτικοί φορείς πρέπει να προσαρμόσουν τα προγράμματά τους στις ραγδαίες αλλαγές της αγοράς.

Η Ελλάδα βρίσκεται σε κρίσιμη καμπή: παρά τη βελτίωση του μορφωτικού επιπέδου και τη σταθερή πτώση της ανεργίας, η αναντιστοιχία δεξιοτήτων συνεχίζει να αποτελεί τροχοπέδη για την οικονομία. Η επίλυση αυτού του προβλήματος θα απαιτήσει συνδυασμό μεταρρυθμίσεων, επενδύσεων σε νέες τεχνολογίες και εκπαίδευση, καθώς και αλλαγή νοοτροπίας, ώστε οι δεξιότητες του εργατικού δυναμικού να συμβαδίζουν με τις απαιτήσεις της αγοράς. Μόνο τότε θα μπορέσει η ελληνική οικονομία να εξασφαλίσει μακροπρόθεσμη ανάπτυξη και βιώσιμη απασχόληση.