Παρά το γεγονός ότι οι άμεσες ξένες επενδύσεις στην Ελλάδα (6,6%) υπολείπονται σημαντικά από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (15%) , το ποσοστό των «κόκκινων» δανείων παραμένει υψηλό (6,9% σε σύγκριση με το 2,3% στην Ευρώπη) και το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών διευρύνεται, η ελληνική οικονομία αναμένεται φέτος να σημειώσει ρυθμό ανάπτυξης πέριξ του 2,3%, ξεπερνώντας τον μέσο ευρωπαϊκό όρο (0,8%).

Είναι σαφές ότι ο ρυθμός ανάπτυξης είναι ενθαρρυντικός αλλά ταυτόχρονα κρύβονται σοβαρές διαρθρωτικές αδυναμίες. Ο συγκριτικά υψηλότερος ρυθμός ανάπτυξης έναντι του ευρωπαϊκού μέσου όρου αποδίδεται στο ότι η χώρα μας βρίσκεται σε διαφορετικό στάδιο του οικονομικού κύκλου. Την εποχή που η Ελλάδα βίωνε μια μακρά περίοδο ύφεσης και αυστηρής δημοσιονομικής προσαρμογής κατά τη διάρκεια των μνημονίων, άλλες ευρωπαϊκές χώρες παρουσίαζαν ισχυρές οικονομικές επιδόσεις.

Αυτή η εικόνα έχει πλέον αντιστραφεί, καθώς ο ευρωπαϊκός μέσος όρος αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις, όπως επιβράδυνση της ευρωπαϊκής βιομηχανίας, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη γερμανική οικονομία. Οι μεταβολές αυτές έχουν επιτρέψει στην Ελλάδα να εμφανίζει υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και παρά τις δικές της εσωτερικές οικονομικές προκλήσεις να αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση. Ας δούμε την οικονομία σαν μια μπάλα: Aπό όσο πιο ψηλά πέσει, τόσο πιο ψηλά θα αναπηδήσει μετά. Αυτό συμβαίνει και στην περίπτωση της οικονομίας της Ελλάδας, μάλιστα η αναπήδηση δεδομένου ότι λόγω κορονοϊού είχαμε χαλαρότερους δημοσιονομικούς κανόνες και εισροή μεγάλης μη προβλεπόμενης ρευστότητας (ταμείο
ανάκαμψης), θα έπρεπε να είναι μεγαλύτερη.

Ωστόσο, οι χρόνιες διαρθρωτικές προκλήσεις συγκρατούν την δυναμική αυτής της ανάκαμψης. Είναι επιτακτικό να αλλάξει η ισορροπία των παραγόντων που συνθέτουν το ΑΕΠ.

Σήμερα, η πολύ μεγάλη συμβολή της κατανάλωσης οφείλεται στο ότι οι υπόλοιποι παράγοντες που συμβάλουν στην διαμόρφωση του ΑΕΠ βρίσκονται σε χαμηλά επίπεδα. Αν είχαμε υψηλά επίπεδα επενδύσεων παράλληλα με υψηλή κατανάλωση, τότε η οικονομία θα ήταν πιο υγιής. Αυτό θα υποδείκνυε ότι η αυξημένη κατανάλωση προέρχεται από την ενίσχυση των παραγωγικών επενδύσεων, που οδηγεί σε αύξηση των θέσεων εργασίας, βελτίωση της παραγωγικότητας και τελικά, ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης των πολιτών.

Μια τέτοια ισορροπία θα δημιουργήσει τις βάσεις για διατηρήσιμη ανάπτυξη, καθώς η οικονομία θα στηριχθεί όχι μόνο στην εσωτερική ζήτηση, αλλά και στη δημιουργία αξίας. Τα διαχρονικά χαμηλά επίπεδα εξαγωγών σε συνδυασμό με την αυξανόμενη εξάρτηση από τις εισαγωγές, αποτελούν σοβαρή πρόκληση για την ελληνική οικονομία. Ήταν αναμενόμενο ότι οι ελληνικές εξαγωγές θα παρουσίαζαν και φέτος πτώση, δεδομένου ότι οι κύριοι προορισμοί τους είναι χώρες της Ευρώπης, όπου η ανάπτυξη παραμένει στάσιμη και φέτος.

Για την ενίσχυση της εξαγωγικής δραστηριότητας, είναι απαραίτητο να στραφούμε σε νέες αγορές-στόχους, ακολουθώντας μια στρατηγική «διασποράς κινδύνου», όπως ακριβώς εφαρμόζεται και στα επενδυτικά χαρτοφυλάκια. Με την επέκταση των εξαγωγών σε αγορές εκτός Ευρώπης, θα περιοριστεί η εξάρτησή μας από τις οικονομικές διακυμάνσεις της συγκεκριμένης αγοράς.

Η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε ένα κομβικό σημείο στο οποίο για να συνεχιστεί η πρόοδος που έχει σημειωθεί απαιτούνται στρατηγικές μεταρρυθμίσεις ώστε να αξιοποιηθεί το συγκριτικό πλεονέκτημα του υψηλότερου ρυθμού ανάπτυξης σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο αλλά και της απόκτησης της επενδυτικής βαθμίδας. Τώρα που η χώρα εμφανίζει σημάδια ανάκαμψης, λόγω του διαφορετικού σταδίου του οικονομικού της κύκλου, είναι η κατάλληλη στιγμή για να γίνει η μετάβαση από το «turnaround” στο «success story».

Το 2024 θα έπρεπε να λειτουργήσει ως μια «γέφυρα» για τη μετάβαση από τα προσωρινά σε μόνιμα μέτρα. Ωστόσο, οι τρέχουσες διεθνείς συνθήκες έχουν μετατρέψει τη χρονιά αυτή σε μια «γυάλα», εγκλωβίζοντας τις οικονομίες.

Η γεωπολιτική αστάθεια, ο πληθωρισμός και η ενεργειακή κρίση καθιστούν δύσκολη την εφαρμογή μακροπρόθεσμων στρατηγικών, οδηγώντας στην επαναφορά έκτακτων μέτρων. Οι επιδοτήσεις στην ενέργεια επιστρέφουν, με το κόστος ενέργειας να παραμένει σε υψηλά επίπεδα, ενώ έχουμε συνεχώς νέα προσωρινά μέτρα για βασικά αγαθά, όπως στα τρόφιμα. Αυτή η αναγκαστική προσέγγιση ενισχύει την εξάρτηση από βραχυπρόθεσμες λύσεις.

Η αποφυγή μιας μόνιμης “γυάλας” εξαρτάται από την ικανότητα της χώρας να προσαρμόσει τις στρατηγικές της και να σχεδιάσει μέτρα που θα προωθήσουν τη σταθερότητα και την ανάπτυξη μακροπρόθεσμα, σε μια δύσκολη γεωοικονομική συγκυρία.

Μέχρις ότου ανακτήσουμε τις δυνάμεις μας μέσα σε αυτήν τη «γυάλα», αντιμετωπίζουμε και ένα άλλο πρόβλημα, κοινωνικής φύσεως αλλά με οικονομικές προεκτάσεις: Την αύξηση των ανισοτήτων. Οι αυξήσεις στις τιμές επιβαρύνουν κυρίως τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα, εντείνοντας την ανισότητα, μειώνοντας την κοινωνική συνοχή. Οι επόμενες πρέπει να στοχεύσουν στη δημιουργία ενός περιβάλλοντος που υποστηρίζει την ανάπτυξη για όλους, ενσωματώνοντας τα διδάγματα από τις προηγούμενες κρίσεις.

Ελπίδα ότι το 2025 θα μπορέσει να λειτουργήσει ως «γέφυρα» για μια βιώσιμη ανάπτυξη υπό την προϋπόθεση ότι θα υπάρξουν καινοτόμες λύσεις ώστε να αποφευχθεί μια ακόμα χρονιά «γυάλα».

Δάφνη Γρηγοριάδη, οικονομική αναλύτρια