Ο κατώτατος μισθός στη χώρα μας αναμένεται να διαμορφωθεί στην περιοχή των 870 ευρώ το 2025, σημειώνοντας αύξηση κατά 40 ευρώ σε σχέση με το σημερινό επίπεδο. Η πορεία αυτή, όπως έχει δηλώσει ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, θα συνεχιστεί με ανάλογες αυξήσεις κάθε χρόνο, ώστε να επιτευχθεί ο στόχος για κατώτατο μισθό 950 ευρώ το 2027.

Το χρονοδιάγραμμα αυτό έχει σχεδιαστεί για να καλύψει σταδιακά τη διαφορά των 120 ευρώ που παρατηρείται σήμερα και να στηρίξει ουσιαστικά τους εργαζόμενους χαμηλότερων εισοδημάτων. Πέρα από την αύξηση του κατώτατου μισθού, ανάλογες αυξήσεις αναμένονται και στον μέσο μισθό, ο οποίος αποτελεί έναν πιο ευρύ δείκτη της συνολικής οικονομικής ευημερίας των εργαζομένων.

Ο κυβερνητικός στόχος για μέσο μισθό στα 1.500 ευρώ έως το 2027 απαιτεί ετήσιες αυξήσεις της τάξης του 5,3%, δηλαδή περισσότερο από 60 ευρώ κάθε χρόνο.

Σύμφωνα με τις προβλέψεις, ο μέσος μισθός θα αυξηθεί από 1.251 ευρώ το 2023 σε 1.313,55 ευρώ το 2024, 1.379,22 ευρώ το 2025, 1.448 ευρώ το 2026 και τελικά 1.520,50 ευρώ το 2027.

Η σταθερή αυτή ανοδική πορεία θεωρείται κρίσιμη για την ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων και την τόνωση της οικονομίας.

Παρά την αισιοδοξία που αποπνέουν αυτές οι προβλέψεις, η απουσία επαρκούς κάλυψης από συλλογικές συμβάσεις εργασίας παραμένει ένα σοβαρό εμπόδιο για την ουσιαστική βελτίωση των αποδοχών. Ένα σημαντικό ποσοστό εργαζομένων δεν καλύπτεται από συλλογικές συμβάσεις, γεγονός που καθηλώνει τις αμοιβές τους κοντά στο επίπεδο του κατώτατου μισθού.

Στην Ελλάδα, το ποσοστό των εργαζομένων που καλύπτονται από συλλογικές συμβάσεις υπολογίζεται σε λιγότερο από 30%, όταν η ευρωπαϊκή οδηγία θέτει ως στόχο την κάλυψη τουλάχιστον του 80%
των εργαζομένων. Η ενίσχυση της κάλυψης από συλλογικές συμβάσεις θεωρείται ζωτικής σημασίας για τη διασφάλιση δικαιότερων μισθολογικών συνθηκών.

Οι προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος

Οι προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος ενισχύουν την πεποίθηση ότι οι μισθοί στη χώρα θα αυξάνονται με σταθερό ρυθμό τα επόμενα χρόνια.

Συγκεκριμένα, εκτιμάται ότι οι ονομαστικές αμοιβές ανά εργαζόμενο θα αυξηθούν κατά 5,8% το 2024, 4,9% το 2025 και 5,1% το 2026.

Αυτή η τάση αποδίδεται στη στενότητα της αγοράς εργασίας, με τις επιχειρήσεις να προσαρμόζουν τις αποδοχές τους για να διατηρήσουν το προσωπικό τους και να προσελκύσουν εργαζομένους με εξειδικευμένες δεξιότητες. Παράλληλα, οι συλλογικές συμβάσεις που έχουν υπογραφεί σε διάφορους κλάδους τον τελευταίο καιρό συμβάλλουν στην ενίσχυση αυτής της ανοδικής πορείας.

Σε μια προσπάθεια να ξεπεραστούν οι προκλήσεις, το νέο νομοσχέδιο για τονκατώτατο μισθό περιλαμβάνει διάταξη για την κατάρτιση ενός «οδικού χάρτη» που στοχεύει στην ενίσχυση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας.

Το σχέδιο αυτό περιλαμβάνει μέτρα που ενθαρρύνουν τη συνεργασία μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων, τη χρήση περισσότερων εργαλείων πληροφόρησης για τις μισθολογικές αυξήσεις, αλλά και την επανεξέταση της προϋπόθεσης για 51% εκπροσώπηση των εργοδοτών. Στόχος είναι η μείωση αυτού του ποσοστού, ώστε να διευκολυνθεί η ισχύς των κλαδικών συμβάσεων για ευρύτερες ομάδες εργαζομένων.

Η ενσωμάτωση της ευρωπαϊκής οδηγίας ενισχύει περαιτέρω αυτές τις προσπάθειες. Η οδηγία απαιτεί τα κράτη-μέλη να καλύπτουν τουλάχιστον το 80% των εργαζομένων τους με συλλογικές συμβάσεις εργασίας, οι οποίες θα καθορίζουν μισθολογικές συνθήκες.

Στην Ελλάδα, η απόσταση από αυτόν τον στόχο είναι μεγάλη, γεγονός που υπογραμμίζει την ανάγκη για άμεσες και αποφασιστικές παρεμβάσεις. Στο πλαίσιο αυτό, οι αυξήσεις στους μισθούς και η προώθηση των συλλογικών συμβάσεων δεν αποτελούν μόνο μέτρα για τη στήριξη των εργαζομένων, αλλά και επενδύσεις στην οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή. Η επίτευξη αυτών των στόχων εξαρτάται από τη συνεργασία όλων των εμπλεκόμενων φορέων, τη σωστή εφαρμογή των πολιτικών και την προσαρμογή στις ανάγκες της αγοράς
εργασίας.

Η σταδιακή αύξηση των μισθών, εφόσον συνοδευτεί από ουσιαστικές διαρθρωτικές αλλαγές, μπορεί να αποτελέσει θεμέλιο για την οικοδόμηση ενός πιο δίκαιου και ανταγωνιστικού οικονομικού περιβάλλοντος.