Η ανηφόρα στις τιμές των ενοικίων στην Ελλάδα φαίνεται να μην έχει τέλος, με τους αναλυτές να προειδοποιούν ότι, μετά το ράλι των τελευταίων επτά ετών, οι αυξήσεις δεν έχουν ακόμη φτάσει στην κορυφή τους. Εκτιμάται πως η κατάσταση θα συνεχιστεί τουλάχιστον μέχρι το 2025, καθώς τα ενοίκια απέχουν ακόμη από τα ιστορικά υψηλά που καταγράφηκαν κατά την περίοδο 2007-2008.

Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, οι αναλυτές και οι μεσίτες συμφωνούν πως η αγορά ενοικίασης εξακολουθεί να υφίσταται πίεση, με την ανοδική τάση των τιμών να ενισχύεται από παράγοντες, όπως η μειωμένη προσφορά κατοικιών, κυρίως στις μεγάλες αστικές περιοχές, όπως η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη.

Για τους ανθρώπους που αναζητούν στέγη, η διαδικασία έχει γίνει ιδιαίτερα δύσκολη, και συχνά καταφεύγουν σε συμβιβασμούς προκειμένου να βρουν μια κατοικία. Πολλοί ενοικιαστές αναγκάζονται να μειώσουν τις απαιτήσεις τους, όπως η ποιότητα ή η παλαιότητα του ακινήτου, η ύπαρξη πάρκινγκ ή ακόμα και το είδος της θέρμανσης. Η κύρια προτεραιότητα είναι η εύρεση ενός χώρου, ακόμη και αν αυτό σημαίνει ότι πληρώνουν ακριβότερα από ό,τι αρχικά είχαν υπολογίσει. Η ανάγκη για στέγη καθιστά δύσκολο να αρνηθούν τις αυξήσεις των ενοικίων που ζητούν οι ιδιοκτήτες με τη λήξη των συμβολαίων, αφού η εύρεση άλλου ακινήτου είναι δύσκολη και σε πολλές περιπτώσεις αδύνατη.

Πού αποδίδονται οι αυξήσεις των ενοικίων

Οι αυξήσεις των ενοικίων αποδίδονται σε αρκετούς παράγοντες, με σημαντικότερο το γεγονός ότι πολλά ακίνητα χρησιμοποιούνται για βραχυχρόνιες μισθώσεις, κυρίως μέσα από πλατφόρμες όπως το Airbnb. Παράλληλα, ένας μεγάλος αριθμός ακινήτων παραμένει κλειστός λόγω αναγκαίων ανακαινίσεων ή λόγω νομικών περιορισμών, όπως οι δεσμεύσεις από πλειστηριασμούς. Το πρόβλημα εντείνεται και από τις περιορισμένες νέες κατασκευές, παρά την ανάκαμψη της οικοδομικής δραστηριότητας, γεγονός που επιδεινώνει την ανισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης στην αγορά ακινήτων.

Πολλοί ιδιοκτήτες, εξαιτίας του αυξημένου κόστους ανακαίνισης, επιλέγουν είτε να κρατούν τα ακίνητα κλειστά είτε να τα ενοικιάζουν μόνο σε γνωστούς τους, προκειμένου να εξασφαλίσουν μεγαλύτερη ασφάλεια και να αποφύγουν τον κίνδυνο ασυνεπών ενοικιαστών. Αυτή η στρατηγική συμβάλλει στην επιδείνωση της έλλειψης διαθέσιμων ακινήτων, με αποτέλεσμα οι τιμές των ενοικίων να εκτοξεύονται ακόμη περισσότερο.

Έρευνες όπως αυτή του Eteron.org το 2022 δείχνουν πως, μετά τη δεκαετή οικονομική κρίση, περίπου το 25% των διαμερισμάτων στις μεγάλες αστικές περιοχές παραμένουν κενά, ενώ συνολικά ο αριθμός των κλειστών κατοικιών πλησιάζει το ένα εκατομμύριο, εκ των οποίων τα μισά βρίσκονται στην Αττική. Επιπλέον, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της ίδιας έρευνας, το 35,4% των ενοικιαστών θεωρούν το υψηλό ενοίκιο ως το κύριο πρόβλημα, ενώ το 29,2% αντιμετωπίζει δυσκολίες στην εύρεση ακινήτου προς ενοικίαση και το 42,3% δηλώνει ότι έχει ήδη βιώσει αυξήσεις στο ενοίκιο.

Η Πανελλήνια Ομοσπονδία Ιδιοκτητών Ακινήτων (ΠΟΜΙΔΑ) επισημαίνει ότι, για να υπάρξει μείωση των ενοικίων, πρέπει πρώτα οι ιδιοκτήτες να ανακαινίσουν τα κλειστά ακίνητά τους και να τα φέρουν στην αγορά. Η πολιτεία θα μπορούσε να παράσχει κίνητρα για την ανακαίνιση και τη μετατροπή των βραχυχρόνιων μισθώσεων σε μακροχρόνιες, προκειμένου να ενισχυθεί η προσφορά στην αγορά. Χωρίς τη λήψη αυτών των μέτρων, η ανισορροπία στην αγορά θα συνεχίσει να διατηρεί τις τιμές σε υψηλά επίπεδα.

Η αύξηση των ενοικίων έχει σοβαρές επιπτώσεις για τους νέους στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τη Eurostat, επτά στους δέκα νέους Έλληνες παραμένουν στο σπίτι των γονιών τους, με τη μέση ηλικία να είναι τα 30,7 έτη. Το υψηλό κόστος ενοικίασης, που μπορεί να φτάσει ή και να ξεπεράσει το 70% των μηνιαίων αποδοχών τους, καθιστά πολύ δύσκολο για αυτούς να βρουν ανεξαρτησία και να ζήσουν μόνοι τους. Για παράδειγμα, στην Αθήνα, οι τιμές για μικρά διαμερίσματα 50 τ.μ. ξεκινούν από 400-450 ευρώ τον μήνα.

Το 2024 συνεχίζει την ανοδική τάση στην αγορά ενοικίων, με σημαντικές αυξήσεις σε πολλές περιοχές της χώρας. Στοιχεία από την πλατφόρμα Spitogatos δείχνουν ότι το τρίτο τρίμηνο του 2024 καταγράφηκαν αυξήσεις στις τιμές ενοικίων συγκριτικά με το 2023. Στο κέντρο της Αθήνας οι τιμές αυξήθηκαν κατά 7,1%, στη Δυτική Αττική κατά 7,9%, στον Πειραιά κατά 9,7%, στον Δήμο Θεσσαλονίκης κατά 10,5% και σε άλλες περιοχές του Νομού Θεσσαλονίκης κατά 20%. Παράλληλα, η RE/MAX Ελλάς καταγράφει συνολική αύξηση 5,6% σε όλη την Ελλάδα, αποδεικνύοντας ότι η ανοδική τάση της αγοράς ακινήτων συνεχίζεται αμείωτη.