Χαμηλότερο σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο είναι το ποσοστό των Ελλήνων εργαζομένων που βρίσκονται σε καθεστώς μερικής απασχόλησης, ενώ ιδιαίτερα σημαντικές είναι οι διαφορές τόσο ανάμεσα στα δύο φύλα όσο και ανάλογα με την οικογενειακή κατάσταση. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, το 2023 μόνο το 6,7% των εργαζομένων στην Ελλάδα απασχολούνταν σε θέσεις μειωμένου ωραρίου, ενώ ο μέσος όρος στην Ε.Ε. διαμορφώνεται στο 15,5%.
Εκείνο που είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι στην Ελλάδα μόλις το 3,3% των ανδρών εργάζονται σε καθεστώς μερικής απασχόλησης, έναντι 11,2% που είναι το αντίστοιχο ποσοστό των γυναικών, καταδεικνύοντας μία ισχυρή διάκριση βάσει φύλου στην ελληνική αγορά εργασίας. Πανευρωπαϊκά, το χάσμα είναι ακόμα πιο διευρυμένο, καθώς το ποσοστό φτάνει το 26% για τις γυναίκες και το 6,3% για τους άνδρες, σύμφωνα με στοιχεία του 2020.
Τι συμβαίνει με όσους έχουν παιδιά
Η ύπαρξη παιδιών φαίνεται να διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στον βαθμό μερικής απασχόλησης, ιδίως για τις γυναίκες, που επωμίζονται συχνά το μεγαλύτερο βάρος της φροντίδας τους. Στην Ελλάδα, το 5,9% των εργαζομένων που έχουν παιδιά εργάζεται με μειωμένο ωράριο, με αξιοσημείωτες διαφορές ανάμεσα στα φύλα: το ποσοστό είναι μόλις 2% για τους άνδρες και εκτοξεύεται στο 11% για τις γυναίκες.
Στην Ευρώπη, οι διαφορές είναι ακόμα πιο εμφανείς: ενώ μόνο το 5% των ανδρών με παιδιά εργάζεται μερικώς, το ποσοστό για τις γυναίκες ανέρχεται στο 31,8%, σχεδόν στο ένα τρίτο των εργαζόμενων γυναικών, επιβεβαιώνοντας έτσι ότι η ύπαρξη οικογενειακών υποχρεώσεων επηρεάζει σημαντικά τη συμμετοχή των γυναικών στην πλήρη απασχόληση.
Αντίστοιχες διαφοροποιήσεις καταγράφονται και στους εργαζομένους χωρίς παιδιά. Στην Ελλάδα, το ποσοστό των ανδρών χωρίς παιδιά που εργάζονται μερικώς ανέρχεται στο 4,6%, ενώ για τις γυναίκες φτάνει στο 11,4%, με το συνολικό μέσο όρο να διαμορφώνεται στο 7,5%. Στην υπόλοιπη Ευρώπη, η τάση είναι παρόμοια αλλά με υψηλότερα ποσοστά: το 7,3% των ανδρών και το 20% των γυναικών χωρίς παιδιά απασχολούνται σε μερική απασχόληση, με το συνολικό ποσοστό να φτάνει το 12,9%.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το γεγονός ότι στην Ελλάδα, σε αντίθεση με την πλειονότητα των ευρωπαϊκών χωρών, το υψηλότερο ποσοστό μερικής απασχόλησης παρατηρείται στις γυναίκες χωρίς παιδιά, οι οποίες μάλιστα ξεπερνούν έστω και οριακά τις γυναίκες με παιδιά (11,4% έναντι 11%). Αυτό το ασυνήθιστο μοτίβο εντοπίζεται επίσης σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Δανία (31,5% για τις γυναίκες χωρίς παιδιά έναντι 26% για τις γυναίκες με παιδιά), η Φινλανδία (17,1% έναντι 16,2%), η Λετονία (9% έναντι 8,1%) και η Ρουμανία (2,7% έναντι 2,4%). Η τάση αυτή αντικατοπτρίζει πιθανώς τις κοινωνικές και οικονομικές πιέσεις που επηρεάζουν τη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας, είτε έχουν οικογενειακές υποχρεώσεις είτε όχι.
Συνολικά στην Ε.Ε., το 17,1% των εργαζομένων ηλικίας 20-64 ετών απασχολούνταν το 2023 σε θέσεις μερικής απασχόλησης, καταγράφοντας ελαφρά αύξηση από το 16,9% το 2022. Ωστόσο, σε μια περίοδο δέκα ετών, παρατηρείται πτώση στον μέσο όρο της μερικής απασχόλησης, καθώς το ποσοστό βρισκόταν στο 19,1% το 2014 και το 2015. Οι διακυμάνσεις αυτές αντικατοπτρίζουν τόσο τις οικονομικές όσο και τις κοινωνικές αλλαγές στην Ευρώπη και πιθανώς σχετίζονται με την αναπροσαρμογή των αναγκών των επιχειρήσεων και των εργαζομένων, αλλά και με τις πολιτικές ενίσχυσης της πλήρους απασχόλησης που εφαρμόζουν ορισμένες χώρες της Ε.Ε.
Τα στοιχεία αναδεικνύουν την ιδιαίτερη θέση της Ελλάδας και άλλων χωρών στη μερική απασχόληση, ειδικά μεταξύ των γυναικών, και τονίζουν την ανάγκη κατανόησης των παραγόντων που οδηγούν σε αυτή την κατανομή, η οποία έχει άμεσο αντίκτυπο στην οικονομική και κοινωνική ισότητα των φύλων στην αγορά εργασίας.