Κομβική για έναν μεγάλο αριθμό συνταξιούχων, που θα έχει ευρείες κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις, αναμένεται να είναι η σημερινή συζήτηση στο Α’ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας, καθώς αφορά ένα καίριο ζήτημα που σχετίζεται με χιλιάδες συνταξιούχους στη χώρα μας.
Στο επίκεντρο της δικαστικής διαμάχης θα βρεθεί το δικαίωμα των δικαιούχων συντάξεων χηρείας να λαμβάνουν, πέρα από τη σύνταξη που προέρχεται από τον θάνατο του/της συζύγου, και μια δεύτερη σύνταξη για διαφορετική αιτία, όπως είναι η σύνταξη γήρατος ή αναπηρίας.
Οι δικαστές καλούνται να εξετάσουν την εγκυρότητα τριών αιτήσεων ακύρωσης που έχουν κατατεθεί ενάντια σε έγγραφο του Υφυπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Πάνου Τσακλόγλου. Οι αιτήσεις αφορούν την εφαρμογή του νόμου 4387/2016 (άρθρο 7, παράγραφος 5), ο οποίος περιορίζει τους συνταξιούχους σε μία εθνική σύνταξη, ακόμη και αν δικαιούνται επιπλέον σύνταξη λόγω θανάτου και για άλλη αιτία, όπως είναι το γήρας ή η αναπηρία. Στην υπόθεση αυτή, το κεντρικό ζήτημα είναι αν οι συνταξιούχοι που λαμβάνουν σύνταξη χηρείας μπορούν να λαμβάνουν παράλληλα και δεύτερη εθνική σύνταξη.
Η εισηγήτρια Σύμβουλος Επικρατείας Μαρίνα-Αλεξάνδρα Τσακάλη θα παρουσιάσει τις θέσεις για το αν το έγγραφο του Υφυπουργείου αποτελεί ερμηνευτική εγκύκλιο ή δημιουργεί νέο κανόνα χωρίς να έχει δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, κάτι που μπορεί να το καταστήσει άκυρο.
Το επίμαχο έγγραφο εισάγει τρεις βασικές ρυθμίσεις με άμεσο αντίκτυπο στους δικαιούχους:
- Μη αναδρομική ισχύ: Η απαγόρευση της δεύτερης εθνικής σύνταξης αφορά μόνο τις συντάξεις χηρείας που εκδίδονται μετά την 1η Ιανουαρίου 2022, αφήνοντας ανέγγιχτες τις προγενέστερες αποφάσεις.
- Διατήρηση της προσωπικής διαφοράς: Οι ήδη καταβαλλόμενες διπλές εθνικές συντάξεις θα εξακολουθούν να καταβάλλονται, αλλά θα χαρακτηρίζονται ως προσωπική διαφορά. Αυτό σημαίνει ότι οι συνταξιούχοι δεν θα δουν άμεσα μείωση στο εισόδημά τους, αλλά θα παραμείνουν μελλοντικά σε κατάσταση «προσωπικής διαφοράς».
- Μη αναζήτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών: Τα ποσά εθνικών συντάξεων που ήδη δόθηκαν στους δικαιούχους δεν θα αναζητηθούν από το Δημόσιο, απαλλάσσοντας τους συνταξιούχους από τυχόν επιστροφή ποσών που λάμβαναν με την προηγούμενη νομοθεσία.
Το Συμβούλιο της Επικρατείας καλείται να κρίνει αν το έγγραφο αυτό αποτελεί μια απλή διοικητική κατεύθυνση προς τον e-ΕΦΚΑ ή αν αποτελεί νέα νομική ρύθμιση με κανόνες που θα έπρεπε να έχουν δημοσιευθεί στο ΦΕΚ για να είναι έγκυροι. Από τη μία, το υπουργείο Εργασίας υποστηρίζει ότι το έγγραφο αυτό απλώς διευκρινίζει την ορθή εφαρμογή του νόμου, ενώ από την άλλη, οι συνταξιούχοι διεκδικούν την ακύρωσή του, καθώς θεωρούν ότι εισάγει νέα πολιτική χωρίς την απαιτούμενη διαδικασία και νομιμότητα.
Η απόφαση που θα εκδώσει το Ανώτατο Δικαστήριο έχει τεράστια σημασία, όχι μόνο για τους ήδη συνταξιούχους, αλλά και για το ευρύτερο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης της χώρας, καθώς θα αποτελέσει προηγούμενο για τη μελλοντική ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων περί σύνταξης. Οποιαδήποτε απόφαση προς την κατεύθυνση των συνταξιούχων θα μπορούσε να σημάνει ουσιαστικές αλλαγές στην παροχή συντάξεων, ενώ μια απόφαση υπέρ του Υπουργείου θα επικυρώσει τον νέο τρόπο εφαρμογής του νόμου, καθορίζοντας τα όρια και τις συνθήκες υπό τις οποίες οι δικαιούχοι μπορούν να λαμβάνουν περισσότερες συντάξεις.