Το πρόβλημα των κενών θέσεων εργασίας γιγαντώνεται αντί να αμβλύνεται, όπως τουλάχιστον προκύπτει από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, σύμφωνα με τα οποία μέσα σε έναν χρόνο αυξήθηκαν κατά σχεδόν 55%.

Πιο συγκεκριμένα με βάση την ανάλυση οι κλάδοι που παρουσιάζουν το μεγαλύτερο ποσοστό κενών θέσεων είναι ο τουρισμός, με ποσοστό 16,4%, ακολουθούμενος από τον δημόσιο τομέα, συμπεριλαμβανομένων των τομέων της δημόσιας διοίκησης, της άμυνας και της κοινωνικής ασφάλισης, οι οποίοι καταλαμβάνουν το 14,6% των κενών θέσεων. Επίσης, οι διοικητικές και υποστηρικτικές Δραστηριότητες καλύπτουν το 13,7% των θέσεων που δεν έχουν πληρωθεί.

Οι κενές θέσεις εργασίας στην ελληνική οικονομία ανήλθαν σε 53.814 το δεύτερο τρίμηνο του 2024, σημειώνοντας μια εντυπωσιακή αύξηση 54,4% σε σύγκριση με το ίδιο τρίμηνο του 2023, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ. Αυτή η σημαντική αύξηση αποτελεί ένδειξη της αυξανόμενης ζήτησης για εργατικό δυναμικό, παρά τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η αγορά εργασίας.

Επιχειρήσεις

Τα δεδομένα αυτά προκύπτουν από την τελευταία τριμηνιαία έκθεση του γραφείου προϋπολογισμού της Βουλής, η οποία βασίζεται σε στοιχεία της Eurostat και της ΕΛΣΤΑΤ. Οι κενές θέσεις εργασίας που καταγράφονται αφορούν θέσεις οι οποίες πρέπει να καλυφθούν μέσα στους επόμενους τρεις μήνες. Εξαιρούνται από αυτήν την ανάλυση οι θέσεις στον πρωτογενή τομέα και οι δραστηριότητες των νοικοκυριών, που συνήθως λειτουργούν με διαφορετικούς όρους απασχόλησης και ζήτησης εργατικού δυναμικού.

Παρά την αυξανόμενη ζήτηση για εργαζομένους, υπάρχει μία χαρακτηριστική αναντιστοιχία μεταξύ των δεξιοτήτων που ζητούν οι εργοδότες και αυτών που διαθέτει το διαθέσιμο εργατικό δυναμικό, κάτι που επισημαίνει η έκθεση. Η συγκεκριμένη αναντιστοιχία υποδεικνύει πως, παρά το υπάρχον ποσοστό ανεργίας, πολλές θέσεις παραμένουν ακάλυπτες λόγω έλλειψης κατάλληλα καταρτισμένων υποψηφίων, κάτι που έχει εξελιχθεί σε σοβαρή πρόκληση για την ελληνική αγορά εργασίας.

Αυτή η αναντιστοιχία μεταξύ ζήτησης και προσφοράς δεξιοτήτων αποτέλεσε το αντικείμενο πρόσφατης μελέτης που πραγματοποίησε το Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης (ΕΚΤ) σε συνεργασία με τον Σύνδεσμο Εξαγωγέων Βορείου Ελλάδος (ΣΕΒΕ) τον Ιούνιο του 2024. Η έρευνα βασίστηκε σε δεδομένα από 1.600 επιχειρήσεις, καλύπτοντας ένα ευρύ φάσμα τομέων της οικονομίας και όλων των μεγεθών επιχειρήσεων, προσφέροντας σημαντικές πληροφορίες για το πώς αυτές οι επιχειρήσεις αντιλαμβάνονται και διαχειρίζονται την τρέχουσα κατάσταση.

Επιχειρήσεις

Ας δούμε τι δείχνουν τα ευρήματα της έρευνας:

  1. Νέες θέσεις λόγω ανάπτυξης: Η πλειοψηφία των επιχειρήσεων (52,4%) αναζητούν νέο προσωπικό για να καλύψουν τις αυξανόμενες ανάγκες τους λόγω ανάπτυξης, είτε αυτή προέρχεται από την αύξηση των πωλήσεων είτε από την επέκταση των δραστηριοτήτων τους, χάρη σε εγκεκριμένες χρηματοδοτήσεις. Οι θέσεις αυτές δεν αφορούν κυρίως προσωρινές ή εποχικές ανάγκες, αλλά μόνιμες και στρατηγικές προσλήψεις που έχουν ως στόχο τη στήριξη της ανάπτυξης των επιχειρήσεων σε βάθος χρόνου.
  2. Δυσκολία εύρεσης κατάλληλου εργατικού δυναμικού: Ένα εντυπωσιακό 76,7% των επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην έρευνα ανέφεραν ότι αντιμετωπίζουν σημαντικές δυσκολίες στην εύρεση κατάλληλου προσωπικού. Οι κύριοι λόγοι γι’ αυτό περιλαμβάνουν την απουσία κατάλληλων δεξιοτήτων ή προϋπηρεσίας, καθώς και την έλλειψη ενδιαφέροντος από τους υποψήφιους. Η τάση αυτή αποδεικνύει ότι ενώ υπάρχει διαθέσιμο ανθρώπινο δυναμικό, πολλές θέσεις δεν καλύπτονται λόγω της ασυμβατότητας μεταξύ των απαιτήσεων των εργοδοτών και των προσόντων των υποψηφίων.
  3. Η ζήτηση επικεντρώνεται σε νέους εργαζόμενους: Οι περισσότερες επιχειρήσεις (ιδιαίτερα εκείνες που βρίσκονται σε αναπτυξιακή φάση) εστιάζουν κυρίως στην πρόσληψη νέων εργαζομένων με μικρή προϋπηρεσία, έως πέντε έτη. Οι επιχειρήσεις αναζητούν προσωπικό με πιστοποιημένες γνώσεις, κατάρτιση και εξειδίκευση, ανεξαρτήτως φύλου. Η ζήτηση αφορά κυρίως νέους εργαζομένους, στους οποίους προσφέρεται μισθός έως 1.500 ευρώ μηνιαίως, ανάλογα με τις δεξιότητες και την εμπειρία τους. Αξιοσημείωτο είναι ότι η ζήτηση δεν επικεντρώνεται σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο δεξιοτήτων. Ενώ ένα σημαντικό ποσοστό (43,4%) των επιχειρήσεων αναζητά εξειδικευμένους επαγγελματίες, ακολουθεί ένα επίσης σημαντικό ποσοστό (26,6%) που αναζητά ανειδίκευτους εργάτες.
  4. Κίνητρα για νέους εργαζόμενους: Το 52% των επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην έρευνα αναφέρουν την απόκτηση εμπειρίας και τη δυνατότητα χτισίματος ενός αξιόλογου βιογραφικού ως το βασικότερο κίνητρο που προσφέρουν στους υποψηφίους, προκειμένου να γίνουν πιο ελκυστικές στην αγορά εργασίας. Το 44,5% των επιχειρήσεων θεωρεί τις αυξημένες απολαβές ως το δεύτερο πιο σημαντικό κίνητρο για την προσέλκυση εργαζομένων.
  5. Επαναπατρισμός νέων εργαζομένων: Μία ενδιαφέρουσα τάση που αναδύεται από την έρευνα είναι ο επαναπατρισμός Ελλήνων εργαζομένων που είχαν μεταναστεύσει στο εξωτερικό κατά τα χρόνια της κρίσης. Συγκεκριμένα, το 14,9% των επιχειρήσεων ανέφεραν ότι έχουν προσλάβει εργαζομένους που επέστρεψαν στην Ελλάδα τα τελευταία τρία χρόνια. Αν και το ποσοστό αυτό δεν είναι πολύ υψηλό, υποδεικνύει ότι υπάρχει μία μικρή αλλά σταθερή τάση επιστροφής εξειδικευμένων επαγγελματιών στην ελληνική αγορά.
  6. Ο ρόλος της εκπαίδευσης και των μισθών: Ένα από τα πιο σημαντικά ευρήματα της έρευνας είναι η άποψη του 56,7% των επιχειρήσεων ότι χρειάζεται να βελτιωθεί η σύνδεση μεταξύ των εκπαιδευτικών φορέων και των επιχειρήσεων. Αυτή η σύνδεση θεωρείται κρίσιμη για να γεφυρωθεί το χάσμα που παρατηρείται στις δεξιότητες και στις ανάγκες της αγοράς εργασίας. Επιπλέον, οι επιχειρήσεις εκτιμούν ότι παρεμβάσεις τόσο στον τομέα της εκπαίδευσης όσο και στη βελτίωση των μισθών θα μπορούσαν να βελτιώσουν συνολικά το πλαίσιο απασχόλησης και να οδηγήσουν σε μεγαλύτερη αντιστοιχία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης εργασίας.

Η έρευνα αποκαλύπτει σαφώς ότι η ελληνική αγορά εργασίας βρίσκεται σε μία μεταβατική φάση, όπου η ζήτηση για εξειδικευμένο και καλά καταρτισμένο προσωπικό είναι υψηλή, αλλά η εύρεση κατάλληλων υποψηφίων παραμένει μία πρόκληση. Οι επιχειρήσεις καλούνται να αναπτύξουν στρατηγικές για να προσελκύσουν και να διατηρήσουν ταλέντα, ενώ η εκπαίδευση και η κατάρτιση φαίνονται να παίζουν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση μιας βιώσιμης και δυναμικής αγοράς εργασίας για το μέλλον.