Στα 20.223,36 ευρώ (1.685,28 ευρώ τον μήνα) ανήλθε πέρυσι η μέση ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών της χώρας για αγορές, καταγράφοντας αύξηση, σε τρέχουσες τιμές 5,3%, σε σχέση με το 2022. Σε σταθερές τιμές, η μέση ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών αυξήθηκε σε ποσοστό 1,7% ή 347,16 ευρώ, λόγω της επίδρασης του πληθωρισμού, σύμφωνα με τον δείκτη τιμών καταναλωτή του 2023 που ήταν 3,5%.
Το στοιχείο αυτό προκύπτει μεταξύ άλλων, από την Έρευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών της ΕΛΣΤΑΤ, σύμφωνα, επίσης με την οποία:
-Το 50% των νοικοκυριών δαπανούν περισσότερα από 1.315 ευρώ τον μήνα.
-Τα νοικοκυριά που διαμένουν σε ενοικιασμένη κατοικία δαπανούν το 16,8% του προϋπολογισμού τους, κατά μέσο όρο, για ενοίκιο.
-Το μερίδιο της μέσης δαπάνης για είδη διατροφής και μη οινοπνευματώδη ποτά και στέγαση των νοικοκυριών του φτωχότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 55,8% των δαπανών των νοικοκυριών, ενώ το αντίστοιχο μερίδιο του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 24,8%.
-Η υψηλότερη μέση ετήσια δαπάνη καταγράφηκε στην περιφέρεια Αττικής και ανήλθε σε 23.325,96 ευρώ, ενώ η χαμηλότερη στην περιφέρεια Στερεάς Ελλάδος και ανήλθε σε 14.052,24 ευρώ.
-Η μέση ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών το 2023 εμφανίζεται μειωμένη κατά 20,5% σε σύγκριση με το 2008.
-O κίνδυνος φτώχειας απειλεί το 18,7% του πληθυσμού της χώρας, όταν στον υπολογισμό του δείκτη λαμβάνεται υπόψη μόνο η ισοδύναμη δαπάνη με τρόπο κτήσης την αγορά (17,4% το 2022), ενώ ο δείκτης μειώνεται στο 13,8% του πληθυσμού (13,4% το 2022), όταν λαμβάνονται υπόψη όλες οι καταναλωτικές δαπάνες, ανεξάρτητα από τον τρόπο κτήσης.
Παράλληλα:
Το μεγαλύτερο μερίδιο των δαπανών του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών, σε τρέχουσες τιμές, αφορά:
-στα είδη διατροφής και μη οινοπνευματώδη ποτά (20,7%),
-στη στέγαση (14,1%), και
-στις μεταφορές (13,1%),
ενώ το μικρότερο μερίδιο των δαπανών (3,4%) αντιστοιχεί στην εκπαίδευση και τα οινοπνευματώδη ποτά και καπνό.
Η μεγαλύτερη ποσοστιαία αύξηση δαπανών των νοικοκυριών, σε σχέση με την προηγούμενη έρευνα (2022), παρουσιάζεται στις ομάδες:
-εστιατόρια, καφενεία και ξενοδοχεία (15,9%),
-αναψυχή και πολιτισμό (7%),
-υγεία (6,3%),
ενώ η μικρότερη ποσοστιαία αύξηση καταγράφεται στα οινοπνευματώδη ποτά και καπνό (0,9%).
Όσον αφορά στις δαπάνες για είδη διατροφής και μη οινοπνευματώδη ποτά, σε σχέση με την προηγούμενη έρευνα (2022), παρατηρείται αύξηση της μέσης μηνιαίας δαπάνης (τρέχουσες τιμές), στα παρακάτω είδη: -έλαια και λίπη (11,9%),
-ζάχαρη, μαρμελάδες, μέλι, σιρόπια, σοκολάτα (9,8%)
-φρούτα (7,2%)
-λαχανικά (6,6%),
-γαλακτοκομικά προϊόντα και αυγά (6,6%),
-μεταλλικά νερά, αναψυκτικά, χυμοί φρούτων και λαχανικών (6,1%),
-λοιπά είδη διατροφής (6%),
-κρέας (3,3%),
-αλεύρι, ψωμί, δημητριακά (1,2%),
ενώ μείωση της μέσης μηνιαίας δαπάνης (τρέχουσες τιμές), παρατηρείται στα παρακάτω είδη:
-ψάρια (3,9%) και
-καφές, τσάι και κακάο (1,2%).
Τα νοικοκυριά που διαμένουν σε αγροτικές περιοχές δαπανούν κατά μέσο όρο 1.386,73 ευρώ τον μήνα, ενώ αυτά που διαμένουν σε αστικές περιοχές 1.769,24 ευρώ. Επομένως, τα νοικοκυριά που διαμένουν σε αγροτικές περιοχές δαπανούν, κατά μέσο όρο, 21,6% λιγότερο από τα νοικοκυριά που διαμένουν σε αστικές περιοχές.
Τα νοικοκυριά που διαμένουν στην περιφέρεια Αττικής δαπανούν, κατά μέσο όρο, το 115,3% της μέσης μηνιαίας δαπάνης των νοικοκυριών της χώρας, ενώ αυτά που διαμένουν στην περιφέρεια Στερεάς Ελλάδος το 69,5% αυτής.
Το 2023, σε σύγκριση με το 2022, τα νοικοκυριά που διαμένουν στην περιφέρεια Πελοποννήσου αύξησαν τις δαπάνες τους κατά μέσο όρο 13,6%, ενώ αυτά που διαμένουν στην περιφέρεια Βορείου Αιγαίου κατά 12,6%. Μείωση κατά 2,9% παρατηρήθηκε στην περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας.
Αναφορικά με τις μεταβολές στη μέση μηνιαία κατανάλωση ειδών διατροφής, οινοπνευματωδών ποτών και καπνού, μεταξύ 2022 και 2023, σε όλες τις κατηγορίες της ομάδας ειδών διατροφής και οινοπνευματωδών ποτών παρατηρούνται μειώσεις, ως παρακάτω:
-ελαιόλαδο 13,6%
-οινοπνευματώδη ποτά 12,7%
-ψάρια 11,8%
-ρύζι 10,7%,
-τυρί 6,1%
-κρέας 6,1%
-αυγά 5,3%
-γάλα 5,2%
-ζυμαρικά 5,2 %
-ψωμί, είδη αρτοποιίας 4,3%
-φρούτα 4%
-λαχανικά 3,4%
-τσιγάρα 2,5%
-γιαούρτι 1,1%.
Η μέση μηνιαία ποσότητα ενέργειας που καταναλώνεται στην κύρια κατοικία παρουσίασε αύξηση σε:
-υγραέριο 11,7%
-φυσικό αέριο 7,2%,
και μείωση σε:
-ηλεκτρική ενέργεια 9,2%
-υγρά καύσιμα 4,2%
-στερεά καύσιμα (καυσόξυλα, πελλέτες, πυρήνας κ.λπ.) 3,8%.
Από τα στοιχεία της έρευνας προκύπτει ότι τα νοικοκυριά διαθέτουν:
-Τηλεόραση έγχρωμη: 99,3%
-Κινητό τηλέφωνο: 95,9%
-Σταθερό τηλέφωνο: 87,1%
-Προσωπικό ηλεκτρονικό υπολογιστή: 80,7%
-Επιβατηγό αυτοκίνητο ΙΧ, τουλάχιστον ένα: 69,3%
-Πλυντήριο πιάτων: 38,5%
-Καταψύκτη: 34%
-Δεύτερη κατοικία: 16,2%
-Κλειστό χώρο στάθμευσης: 13,4%,
και χρησιμοποιούν την κεντρική θέρμανση (πετρέλαιο, φυσικό αέριο κ.λπ.) ως κύρια πηγή θέρμανσης σε ποσοστό 57,8%.
Αύξηση κατά 4,1 ποσοστιαίες μονάδες σημειώθηκε στο ποσοστό των νοικοκυριών που διαθέτουν προσωπικό υπολογιστή με πρόσβαση στο διαδίκτυο, ενώ μείωση κατά 0,7 ποσοστιαίες μονάδες καταγράφηκε στο ποσοστό των νοικοκυριών που διαθέτουν τουλάχιστον ένα ΙΧ επιβατηγό αυτοκίνητο.
Το 44,4% των νοικοκυριών χρησιμοποιούν τρία δωμάτια, ενώ το 59,4% διαβιεί σε κατοικία με εμβαδόν από 61 έως 100 τετραγωνικά μέτρα (τ.μ.).
Ποσοστό 94,3% των νοικοκυριών χρησιμοποιούν ηλεκτρική κουζίνα για το μαγείρεμα ενώ το 1% των νοικοκυριών δεν μαγειρεύει.
Το 39,9% των νοικοκυριών χρησιμοποιούν καλοριφέρ πετρελαίου για θέρμανση και το 17,9% φυσικό αέριο, ενώ το 0,4% των κατοικιών των νοικοκυριών δεν διαθέτει θέρμανση.
Το 75,8% των νοικοκυριών χρησιμοποιεί συσκευή κλιματισμού (για ψύξη, ενώ το 19% των κατοικιών των νοικοκυριών δεν διαθέτει ψύξη.
Το μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης (αγορές, τρέχουσες τιμές) του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού είναι 5,72 φορές μεγαλύτερο από το μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης του φτωχότερου 20% του πληθυσμού (5,39 για το 2022). Ο δείκτης μειώνεται στο 4,49, όταν συμπεριληφθούν στην καταναλωτική δαπάνη οι τεκμαρτές δαπάνες (τελική καταναλωτική δαπάνη)- (4,21 για το 2022).
Τα νοικοκυριά του φτωχότερου 20% του πληθυσμού αύξησαν τις δαπάνες τους σε σχέση με το 2022 κατά 8,5%, ενώ τα νοικοκυριά του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού κατά 15,7%.
Το μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης για είδη διατροφής των νοικοκυριών του φτωχότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 33,8% των δαπανών των νοικοκυριών, ενώ το αντίστοιχο μερίδιο του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 13,5%.
O κίνδυνος φτώχειας απειλεί το 18,7% του πληθυσμού της χώρας, όταν στον υπολογισμό του δείκτη λαμβάνεται υπόψη μόνο η ισοδύναμη δαπάνη με τρόπο κτήσης την αγορά (17,4% το 2022), ενώ ο δείκτης μειώνεται στο 13,8% του πληθυσμού (13,4% το 2022), όταν λαμβάνονται υπόψη όλες οι καταναλωτικές δαπάνες, ανεξάρτητα από τον τρόπο κτήσης (τεκμαρτό ενοίκιο από ιδιοκατοίκηση, ιδιοπαραγόμενα αγαθά, αγαθά και υπηρεσίες παρεχόμενες δωρεάν από τον εργοδότη, άλλα νοικοκυριά, μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς, κράτος κ.λπ.).
Η μέση μηνιαία ισοδύναμη δαπάνη των φτωχών νοικοκυριών εκτιμάται στο 31,9% των δαπανών των μη φτωχών νοικοκυριών. Τα φτωχά νοικοκυριά δαπανούν το 33,8% του μέσου προϋπολογισμού τους σε είδη διατροφής και μη οινοπνευματώδη ποτά, ενώ τα μη φτωχά το 19,6%.