Στην πλήρη κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος για επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες σχεδιάζει να προχωρήσει το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης μέχρι το 2027. Ο φόρος αυτός, που είχε επιβληθεί κατά τη διάρκεια της μνημονιακής περιόδου το 2012, επιβάρυνε επαγγελματίες και επιχειρήσεις με ετήσια ποσά που έφταναν έως και τα 1.000 ευρώ. Τώρα, η σταδιακή άρση αυτού του άγους έχει ως στόχο να δώσει ανάσα σε ένα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής οικονομίας, προσφέροντας κίνητρα για την ενίσχυση της απασχόλησης και την αύξηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας.

Σύμφωνα με τον κυβερνητικό σχεδιασμό, η διαδικασία απαλλαγής από το τέλος επιτηδεύματος θα ξεκινήσει από το 2025 για ορισμένες κατηγορίες επαγγελματιών, ενώ η οριστική κατάργησή του για όλους θα λάβει χώρα το 2027. Πρόκειται για ένα μέτρο που αφορά όχι μόνο τις επιχειρήσεις, αλλά και τους αυτοαπασχολούμενους και τους ελεύθερους επαγγελματίες, οι οποίοι τα τελευταία χρόνια είχαν επωμιστεί σημαντικά βάρη λόγω της επιβολής αυτού του φόρου.

Απαλλαγή από το τέλος επιτηδεύματος για ελεύθερους επαγγελματίες από το 2025

Μία από τις πρώτες ομάδες που θα επωφεληθούν από την κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος είναι οι ελεύθεροι επαγγελματίες, οι αυτοαπασχολούμενοι και οι επιτηδευματίες που φορολογούνται με βάση το ελάχιστο φορολογητέο εισόδημα. Αυτοί θα σταματήσουν να καταβάλλουν το τέλος από το 2025, ενώ για το 2024 θα δουν το ποσό που οφείλουν να μειώνεται κατά 50%, δηλαδή στα 325 ευρώ. Το 2026 θα είναι η πρώτη χρονιά που δεν θα πληρώσουν καθόλου το τέλος, κάτι που αναμένεται να ελαφρύνει σημαντικά τους προϋπολογισμούς των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και των επαγγελματιών που συχνά αντιμετωπίζουν προκλήσεις στη διαχείριση των οικονομικών τους.

Παράλληλα, η κυβέρνηση έχει λάβει υπόψη τις συνεχείς αυξήσεις στον κατώτατο μισθό, που για το 2024 θα φτάσει τα 830 ευρώ από 780 ευρώ το 2023, και έχει προσαρμόσει το φορολογικό σύστημα ώστε να περιορίσει τις αυξήσεις στο φορολογητέο εισόδημα που προκύπτουν από αυτή την εξέλιξη. Έτσι, επιδιώκει να δημιουργήσει ένα πιο δίκαιο και βιώσιμο οικονομικό περιβάλλον για τους επαγγελματίες.

Τι ισχύει για τα «μπλοκάκια»

Για τους επαγγελματίες που εργάζονται με δελτίο παροχής υπηρεσιών (τα γνωστά «μπλοκάκια») και φορολογούνται ως μισθωτοί, οι αλλαγές θα εφαρμοστούν με καθυστέρηση. Συγκεκριμένα, το τέλος επιτηδεύματος θα παραμείνει για το 2025 και το 2026, και θα κυμαίνεται μεταξύ 400 και 500 ευρώ ανάλογα με το ύψος των εσόδων και τη φύση της απασχόλησής τους. Ωστόσο, από το 2027 και για αυτούς το τέλος επιτηδεύματος θα καταργηθεί οριστικά, δίνοντάς τους έτσι την ευκαιρία να απαλλαγούν από αυτό το σημαντικό ετήσιο έξοδο.

Οι επαγγελματίες που εργάζονται με «μπλοκάκι» και έχουν σύμβαση με έως τρεις εργοδότες, ή των οποίων το 75% των ακαθάριστων εσόδων προέρχεται από έναν εργοδότη, θα συνεχίσουν να επιβαρύνονται με το τέλος επιτηδεύματος μέχρι και το 2026. Ωστόσο, η κατάργηση που θα επέλθει το 2027 θεωρείται ως ένα σημαντικό βήμα προς την κατεύθυνση της ελάφρυνσης των εργαζομένων με μπλοκάκι, οι οποίοι συχνά αντιμετωπίζουν δυσκολίες να ανταπεξέλθουν στις φορολογικές τους υποχρεώσεις.

Το ΠΑΣΟΚ, μέσω τροπολογίας που κατέθεσε στη Βουλή, έχει ζητήσει να υπάρξει άμεση μείωση του τέλους επιτηδεύματος για τα «μπλοκάκια» και να ευθυγραμμιστεί με τις ελαφρύνσεις που ισχύουν για άλλες κατηγορίες επαγγελματιών. Αν και η κυβέρνηση δεν έχει αποδεχθεί ακόμα αυτή την πρόταση, οι αλλαγές που θα γίνουν από το 2027 σίγουρα θα ανακουφίσουν τους εργαζόμενους που βρίσκονται σε αυτό το καθεστώς.

Επιχειρήσεις: Τι αλλάζει μέχρι το 2026

Οι επιχειρήσεις, ανάλογα με το μέγεθος και την τοποθεσία τους, θα συνεχίσουν να καταβάλλουν το τέλος επιτηδεύματος μέχρι και το 2026. Το ποσό που καλούνται να πληρώσουν διαμορφώνεται ως εξής:

  • 800 ευρώ για νομικά πρόσωπα που ασκούν εμπορική δραστηριότητα και έχουν την έδρα τους σε τουριστικούς προορισμούς ή σε περιοχές με πληθυσμό έως 200.000 κατοίκους.
  • 1.000 ευρώ για νομικά πρόσωπα που έχουν έδρα σε πόλεις με πληθυσμό άνω των 200.000 κατοίκων.

Παράλληλα, κάθε υποκατάστημα μιας επιχείρησης επιβαρύνεται με το ποσό των 300 ευρώ ετησίως εάν συστήνεται από ελεύθερους επαγγελματίες, και 600 ευρώ ετησίως εάν συστήνεται από νομικά πρόσωπα που ασκούν εμπορική δραστηριότητα.

Ωστόσο, υπάρχει μια σημαντική εξαίρεση: επιχειρήσεις με ακαθάριστα έσοδα έως 2 εκατομμύρια ευρώ που θα αυξήσουν τον αριθμό των εργαζομένων τους κατά τουλάχιστον 3/12 (δηλαδή κατά ένα τέταρτο του προσωπικού τους) σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, θα απαλλαγούν από το τέλος επιτηδεύματος. Το ίδιο ίσχυσε και για το 2023, με 80.000 επιχειρήσεις να επωφελούνται από αυτή την εξαίρεση.

Οι επιχειρήσεις που πληρούν τις προϋποθέσεις απαλλαγής έχουν την ευκαιρία να εξοικονομήσουν σημαντικά ποσά, τα οποία μπορούν να επανεπενδύσουν στην ανάπτυξη και την ενίσχυση της απασχόλησης.

Η κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής της κυβέρνησης για την ελάφρυνση των φορολογικών βαρών και την ενίσχυση της ανάπτυξης. Ο φόρος αυτός, που αρχικά είχε θεσπιστεί ως έκτακτο μέτρο για την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής από επαγγελματίες με χαμηλά δηλωμένα εισοδήματα, είχε καταλήξει να επηρεάζει το σύνολο των επιχειρήσεων και των ελεύθερων επαγγελματιών, ανεξάρτητα από το μέγεθος των κερδών τους. Με τη σταδιακή άρση του, η κυβέρνηση επιδιώκει να δημιουργήσει ένα πιο δίκαιο φορολογικό σύστημα που θα στηρίζει την επιχειρηματικότητα και την απασχόληση, χωρίς να επιβαρύνει άδικα τους μικρούς επαγγελματίες και τις επιχειρήσεις που προσπαθούν να επιβιώσουν σε ένα δύσκολο οικονομικό περιβάλλον.