Μάλλον περιορισμένες θα είναι οι θετικές επιπτώσεις για τους δανειολήπτες από τη μείωση των επιτοκίων, η δεύτερη μέσα σε τρεις μήνες, στην οποία προχώρησε την περασμένη Πέμπτη η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) κατά 0,25%, ανεβάζοντας τη συνολική μείωση στη μισή ποσοστιαία μονάδα.

Σε πρώτη ανάγνωση, οι υφιστάμενοι δανειολήπτες δεν πρόκειται να δουν άμεσα μειώσεις, ενώ αντίθετα οι προθεσμιακές καταθέσεις εκτιμάται ότι θα έχουν άμεση αρνητική επίπτωση. Εξάλλου παραδοσιακά οι τράπεζες αντιδρούν πιο άμεσα όταν πρόκειται για μειώσεις επιτοκίων στις καταθέσεις και πιο αργά όταν πρόκειται για μειώσεις στα δάνεια.

Σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, οι μειώσεις των επιτοκίων από την ΕΚΤ θα πρέπει να ανέλθουν στη μία ποσοστιαία μονάδα, ώστε να φανούν οι μειώσεις στα δάνεια και αυτό διότι έχει προηγηθεί το πάγωμα την Άνοιξη του 2023.

Οι τράπεζες είχαν ήδη προχωρήσει σε πάγωμα των στεγαστικών επιτοκίων, ευθυγραμμίζοντάς τα με το Euribor μηνός 2,80%. Στη σημερινή φάση, το Euribor κυμαίνεται στο 3,55%. Επομένως, για να δούμε ξανά πτώση των επιτοκίων, το Euribor πρέπει να επιστρέψει στο 2,80%, κάτι που εκτιμάται ότι θα συμβεί το πρώτο εξάμηνο του 2025. Αξίζει να σημειωθεί ότι η αύξηση των επιτοκίων εκτιμάται ότι έχει κοστίσει στους Έλληνες δανειολήπτες περίπου 3 δισ. ευρώ.

Στην παρούσα φάση, η πλειονότητα των δανειοληπτών προτιμά έναν συνδυασμό σταθερού επιτοκίου για τα πρώτα 5, 10 ή 15 χρόνια του δανείου, προτού μεταβούν σε κυμαινόμενο επιτόκιο. Τα σταθερά επιτόκια κυμαίνονται λίγο πάνω από το 4%, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος. Ωστόσο, για μεγάλες διάρκειες, όπως τα 15 χρόνια σταθερού επιτοκίου, είναι δυνατόν να βρει κανείς επιτόκια χαμηλότερα του 4%, κοντά στο 3,85%.

Οι δύο βασικές επιδράσεις της μείωσης επιτοκίων είναι η προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης και η ενίσχυση της σταθερότητας των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών που είναι επιβαρυμένα με δάνεια. Θετικά αποτελέσματα θα φανούν και στην αγορά, καθώς και στο δημόσιο, το οποίο, μετά τις πρόσφατες αναβαθμίσεις, δανείζεται ήδη με πιο ευνοϊκούς όρους.

Από τον Ιούλιο παρατηρούνται μικρές αυξομειώσεις στα επιτόκια ορισμένων κατηγοριών δανείων. Γενικά, τα επιτόκια στα υφιστάμενα δάνεια μειώνονται, ενώ σε ορισμένα νέα δάνεια σημειώνονται αυξήσεις, ιδίως στα μεγάλα δάνεια άνω του ενός εκατομμυρίου ευρώ και τα καταναλωτικά δάνεια, όπου οι τράπεζες καθυστέρησαν να μειώσουν τα επιτόκια λόγω αυξημένης ζήτησης.

Σε άλλες κατηγορίες νέων δανείων παρατηρούνται μικρές μειώσεις, κατά μέσο όρο 0,09%, ενώ οι τράπεζες αυξάνουν τα κέρδη τους από τις μειώσεις στα επιτόκια προθεσμιακών καταθέσεων. Στα νέα στεγαστικά δάνεια, που είναι ακόμα περιορισμένα, το επιτόκιο μειώθηκε στο 4,42% από 4,70%. Αντίθετα, τα υφιστάμενα δάνεια προστατεύονται, καθώς τα επιτόκια Euribor έχουν «παγώσει» για τους συνεπείς δανειολήπτες.

Τα νέα επιχειρηματικά δάνεια χωρίς σταθερή διάρκεια μειώθηκαν στις 6,48% από 6,61%, ενώ αυτά με κυμαινόμενο επιτόκιο μειώθηκαν κατά 13-16 μονάδες για ποσά μέχρι ένα εκατομμύριο ευρώ. Αντίθετα, τα μεγάλα δάνεια άνω του ενός εκατομμυρίου ευρώ σημείωσαν αύξηση κατά 25 μονάδες.
Όσον αφορά τις καταθέσεις, τα επιτόκια παρέμειναν αμετάβλητα μέχρι τον Ιούνιο, όμως από τον Ιούλιο ξεκίνησαν μειώσεις στις προθεσμιακές καταθέσεις των επιχειρήσεων, που μέχρι πρότινος απολάμβαναν καλύτερες αποδόσεις από τα νοικοκυριά. Οι μειώσεις στα επιτόκια των καταθέσεων προθεσμίας αναμένεται να προχωρήσουν ταχύτερα από τα δάνεια, βοηθώντας τις τράπεζες να μετριάσουν τις επιπτώσεις των μειώσεων της ΕΚΤ και να διατηρήσουν τα κέρδη τους.

Αναλυτικά:

  • Τα περιθώρια μεταξύ νέων δανείων και καταθέσεων αυξήθηκαν κατά 9 μονάδες, φτάνοντας το 5,29% τον Ιούλιο από 5,20% τον Ιούνιο, λόγω της μεγαλύτερης μείωσης των επιτοκίων στις καταθέσεις.
  • Στα υφιστάμενα δάνεια, τα περιθώρια μειώθηκαν από 5,69% το Μάιο σε 5,56% τον Ιούλιο.
  • Τα επιτόκια σε συγκεκριμένες κατηγορίες δανείων, όπως τα επιχειρηματικά άνω των πέντε ετών και τα επαγγελματικά, μειώθηκαν κατά 6 μονάδες, ευνοούμενα από τη μείωση του Euribor.