Πριν από περίπου 10 χρόνια η ανεργία ήταν το κυρίαρχο πρόβλημα στην Ελλάδα, με τις πολιτικές αρχές να επικεντρώνονται στη μείωσή της. Σήμερα η κατάσταση έχει αναστραφεί, καθώς οι περισσότερες επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν σοβαρές δυσκολίες στην ανεύρεση εργαζομένων. Το πρόβλημα εστιάζεται κυρίως στις ελλείψεις δεξιοτήτων, επηρεάζοντας ιδιαίτερα τον πρωτογενή τομέα και τον τουρισμό. Επιπλέον, παρατηρείται αύξηση της εισαγωγής στελεχών από το εξωτερικό, αν και αυτό δεν έχει ακόμα επηρεάσει ευρέως την αγορά.

Στο μεταξύ, ο αριθμός των κενών θέσεων εργασίας κατά το Β΄ τρίμηνο του 2024 καταδεικνύει μια δραματική αύξηση κατά 58,8% σε σύγκριση με το Β΄ τρίμηνο του 2023, φτάνοντας τις 58.941 από 37.107 πέρυσι. Αυτή η εντυπωσιακή αύξηση ξεπερνά κατά πολύ την αύξηση 36,2% που καταγράφηκε κατά την αντίστοιχη σύγκριση του προηγούμενου έτους. Τα δεδομένα της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) αναδεικνύουν την έντονη επιδείνωση της αγοράς εργασίας, ενισχύοντας την ανησυχία για τη συνεχιζόμενη έλλειψη επαγγελματιών και την επιτακτική ανάγκη για δράση.

Σύμφωνα με τη νέα έρευνα που παρουσίασε το Εμποροβιομηχανικό Επιμελητήριο Θεσσαλονίκης (ΕΒΕΘ), η πλειονότητα των επιχειρήσεων (93%) δηλώνει ότι δυσκολεύεται να καλύψει τις ανάγκες της σε προσωπικό. Η έρευνα, που πραγματοποιήθηκε από την Palmos Analysis μεταξύ 25 Ιουνίου και 17 Ιουλίου σε δείγμα 180 επιχειρήσεων, παρουσιάστηκε στην 88η Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης (ΔΕΘ).

Η έλλειψη απαραίτητων δεξιοτήτων και ικανοτήτων είναι η κύρια αιτία της δυσκολίας στην εύρεση προσωπικού, με ποσοστό 70% των απαντήσεων να την αναφέρουν. Άλλοι παράγοντες περιλαμβάνουν την απουσία ενδιαφέροντος από τους υποψήφιους (59%), την έλλειψη προϋπηρεσίας (28%) και την έλλειψη τυπικών προσόντων (16%). Οι επιχειρήσεις επισημαίνουν ότι το πρόβλημα επιδεινώνεται από τις συνεχώς μεταβαλλόμενες απαιτήσεις της αγοράς και την αδυναμία του εργατικού δυναμικού να προσαρμοστεί.

Δεξιότητες που ζητούν οι επιχειρήσεις

Σύμφωνα με την έρευνα, οι επιχειρήσεις χρειάζονται κυρίως ειδικές επαγγελματικές γνώσεις και δεξιότητες σχετικές με το αντικείμενο εργασίας (67%). Ακολουθούν η ικανότητα συνεργασίας σε ομάδα (62%), η κριτική σκέψη και η ικανότητα επίλυσης προβλημάτων (50%), η προσαρμοστικότητα (49%) και η οργανωτικότητα/διαχείριση χρόνου (41%). Αντιθέτως, οι τυπικές γνώσεις, όπως η γνώση αγγλικής γλώσσας (35%), οι ψηφιακές δεξιότητες (19%) και η καλή χρήση της ελληνικής γλώσσας (19%), έχουν χαμηλότερη προτεραιότητα.

Ανάγκες για νέο προσωπικό και κανάλια αναζήτησης

Επιχειρήσεις

Πάνω από το 52% των επιχειρήσεων αναζητούν προσωπικό, με τις μεγαλύτερες ανάγκες να καταγράφονται στη βιομηχανία (69%), ακολουθούμενη από τις υπηρεσίες (54%) και το εμπόριο (46%). Οι βασικοί λόγοι για την αναζήτηση προσωπικού είναι η αύξηση της παραγωγής και των πωλήσεων (47%), η αντικατάσταση εργαζομένων που αποχώρησαν ή συνταξιοδοτήθηκαν (37%), η επέκταση ή νέα δραστηριότητα (29%) και η ανάγκη για εξειδίκευση (22%).

Οι αγγελίες μέσω του διαδικτύου και του Τύπου είναι το πιο δημοφιλές κανάλι αναζήτησης προσωπικού (60%), ακολουθούμενες από συστάσεις από εργαζομένους και γνωστούς (58%). Άλλες μέθοδοι περιλαμβάνουν πρακτική άσκηση από εκπαιδευτικούς φορείς (34%) και εταιρείες αναζήτησης προσωπικού (17%). Οι επιχειρήσεις της βιομηχανίας δείχνουν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στις εταιρείες αναζήτησης προσωπικού (23%) σε σχέση με τις επιχειρήσεις υπηρεσιών (13%).

Ικανοποίηση με το υπάρχον προσωπικό και επιβράβευση

Το 70% των επιχειρήσεων δηλώνει ικανοποιημένο με τις γνώσεις, τις δεξιότητες και τις ικανότητες των εργαζομένων τους, με το 13% να είναι πολύ ικανοποιημένο και το 57% αρκετά. Οι περισσότερες επιχειρήσεις διαθέτουν άτυπο σύστημα επιβράβευσης (61%), ενώ μόλις το 7% έχει θεσμοθετημένο σύστημα, κυρίως στις μεγαλύτερες επιχειρήσεις με περισσότερους από έξι εργαζόμενους.

Κατάρτιση και τηλεργασία

Παρόλο που το 67% των επιχειρήσεων αναγνωρίζει την ανάγκη για προγράμματα κατάρτισης, πάνω από το 53% δεν έχουν εφαρμόσει κάποιο την τελευταία τριετία. Στις μικρότερες επιχειρήσεις με έως πέντε εργαζομένους, το ποσοστό εφαρμογής προγραμμάτων κατάρτισης είναι ιδιαίτερα χαμηλό (29%), ενώ στις μεγαλύτερες φτάνει το 54%. Όσες επιχειρήσεις εφάρμοσαν προγράμματα κατάρτισης, τα χρηματοδότησαν κυρίως με ίδια κεφάλαια (53%) ή μέσω προγραμμάτων του ΟΑΕΔ (50%).

Σχετικά με την τηλεργασία, έξι στις δέκα επιχειρήσεις (57%) δεν την εφαρμόζουν καθόλου, με το ποσοστό να είναι υψηλότερο στο εμπόριο (66%). Η τηλεργασία εφαρμόζεται κυρίως σε περιόδους κρίσεων (19%), περιστασιακά (16%) ή μόνιμα σε ορισμένες θέσεις (4%), ενώ μόλις το 3% των επιχειρήσεων την υιοθετεί καθολικά. Οι επιχειρήσεις σε ποσοστό 55% θεωρούν την τηλεργασία λιγότερο αποδοτική από την εργασία με φυσική παρουσία, το 34% τη θεωρεί ισοδύναμα αποδοτική και μόνο το 5% την κρίνει πιο αποδοτική.

Οι επιχειρήσεις εκφράζουν έντονη ανάγκη για βελτίωση των δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού και υιοθέτηση πιο ευέλικτων μεθόδων εργασίας και πρόσληψης, προκειμένου να ανταποκριθούν στις σύγχρονες προκλήσεις της αγοράς.