Το θέμα των συλλογικών συμβάσεων αποτελεί προτεραιότητα για την κυβέρνηση, όχι μόνο λόγω της κοινοτικής οδηγίας που αναμένεται να ενσωματωθεί στο εθνικό δίκαιο μέσα στο έτος, αλλά κυρίως επειδή μέσω αυτής της διαδικασίας θα μπορέσει να επιτευχθεί πιο εύκολα ο στόχος για μέσο μισθό 1.500 ευρώ το 2027.

Στην κυβέρνηση φαίνεται να υπάρχει πρόθεση για βελτιώσεις στο καθεστώς των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, αν και το αρμόδιο Υπουργείο Εργασίας αποφεύγει να δεσμευτεί για την πλήρη επαναφορά του νομικού πλαισίου που ίσχυε πριν το 2012. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει σαφής διάθεση να αρθούν ορισμένοι περιορισμοί, ώστε να λειτουργήσουν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις και να δοθεί ώθηση στις κλαδικές συμβάσεις, οι οποίες ουσιαστικά δεν υφίστανται.

Είναι χαρακτηριστικό ότι πέρυσι, για παράδειγμα, υπεγράφησαν ελάχιστες κλαδικές συμβάσεις, ενώ από τις 209 επιχειρησιακές συμβάσεις που συμφωνήθηκαν, μόνο 59 προέβλεπαν αυξήσεις μισθών.

Από το Μέγαρο Μαξίμου δίνεται σαφής κατεύθυνση στο αρμόδιο υπουργείο να πράξει ό,τι είναι εφικτό, χωρίς να τεθεί σε κίνδυνο η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και η βιωσιμότητα των επιχειρήσεων, ώστε να επιτευχθεί ο στόχος για μέσο μισθό 1.500 ευρώ μέχρι το τέλος της τετραετίας, δηλαδή το 2027.

Αξίζει να σημειωθεί ότι την παραπάνω δέσμευση επανέλαβε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στην πρόσφατη επίσκεψή του στο Υπουργείο Εργασίας.m Ωστόσο, αυτό είναι αδύνατον να συμβεί χωρίς τις συλλογικές συμβάσεις, όπως επισημαίνεται και στην πρόσφατη έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος. Στην έκθεση καταγράφεται ότι την οκταετία 2016-2023 υπήρξε αύξηση των κατώτατων ορίων των αμοιβών, αλλά στασιμότητα στους υψηλότερους μισθούς.

Ο κατώτατος μισθός παρουσίασε σωρευτική αύξηση περίπου 33% από το 2016 έως το 2023, ενώ τα κλιμάκια των αμοιβών πάνω από τα όρια του κατώτατου μισθού αυξάνονται με μικρότερους ρυθμούς και οι αμοιβές άνω των 1.200 ευρώ παραμένουν στάσιμες.

Η υπουργός Εργασίας Νίκη Κεραμέως άνοιξε «παράθυρο» για τη μερική επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, ξεκινώντας σειρά επαφών με τους κοινωνικούς εταίρους, επιδιώκοντας την επίτευξη μιας «ευρύτερης κοινωνικής συμφωνίας» για τα ζητήματα που τους απασχολούν, συμπεριλαμβανομένου και του νομικού καθεστώτος των συλλογικών συμβάσεων.

Η υπουργός χαρακτήρισε τη συγκεκριμένη συγκυρία ως θετική, αναφερόμενη και στην αλλαγή ηγεσίας στον ΣΕΒ, ο οποίος μέχρι πρόσφατα ήταν ο πιο επιφυλακτικός σε αυτό το ζήτημα.

Οι κυβερνητικές προθέσεις φαίνονται και στο επίσημο δελτίο τύπου του υπουργείου για τις δύο πρώτες επαφές της κυρίας Κεραμέως με τα προεδρεία της ΓΣΕΕ και της ΓΣΕΒΕΕ. Εκεί τονίζεται «η βαρύτητα που δίνει το Υπουργείο Εργασίας στην προώθηση των διαπραγματεύσεων για την υπογραφή συλλογικών συμβάσεων εργασίας, καθώς και στην ενσωμάτωση της ευρωπαϊκής οδηγίας για τον καθορισμό επαρκών κατώτατων μισθών».

Οι όποιες αλλαγές στις συμβάσεις αναμένεται να συνδυαστούν με την ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία της σχετικής ευρωπαϊκής οδηγίας για επαρκείς κατώτατους μισθούς, κάτι που πρέπει να ολοκληρωθεί μέχρι τον ερχόμενο Οκτώβριο.

Η εν λόγω οδηγία απαιτεί από τα κράτη-μέλη να καλύπτουν τουλάχιστον το 80% των εργαζομένων τους με συλλογικές συμβάσεις εργασίας που θα καθορίζουν το ύψος των αμοιβών. Στη χώρα μας, ωστόσο, το ποσοστό των εργαζομένων που καλύπτεται από συλλογικές συμβάσεις είναι χαμηλότερο του 30%.

Η ΓΣΕΕ επιμένει στο θέμα της επιστροφής της ευθύνης καθορισμού των αμοιβών μέσω συλλογικών διαπραγματεύσεων και της υπογραφής συλλογικών συμβάσεων μεταξύ των κοινωνικών εταίρων χωρίς κυβερνητικές παρεμβάσεις. Επίσης, ζητά την επαναφορά της επεκτασιμότητας, δηλαδή της επέκτασης της ισχύος μιας σύμβασης σε ολόκληρο τον κλάδο, καθώς και της ισχύος της μετενέργειας μεταξύ των συμβάσεων.