Έξι στα δέκα νοικοκυριά δηλώνουν ότι «μόλις τα βγάζουν πέρα», πάνω από τα μισά περιμένουν νέα άνοδο τιμών στην αγορά και θα πραγματοποιήσουν λιγότερες δαπάνες, ενώ οκτώ στα δέκα νοικοκυριά θεωρούν απίθανη την αποταμίευση.

Η έρευνα οικονομικής συγκυρίας του ΙΟΒΕ έδειξε ότι το οικονομικό κλίμα βρέθηκε τον Ιούλιο στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων πέντε μηνών, ενώ εξασθένιση εμφάνισε και η καταναλωτική εμπιστοσύνη.

Ειδικότερα, ο δείκτης οικονομικού κλίματος για τον μήνα  Ιούλιο διαμορφώθηκε στις 106,8 μονάδες από τις 110,5 μονάδες που ήταν τον Ιούνιο. H υποχώρηση  αυτή προέρχεται από τρεις επιχειρηματικούς τομείς,  και συγκεκριμένα τη βιομηχανία, τις κατασκευές και τις υπηρεσίες. Όπως σημειώνει  στην έρευνά του το  ΙΟΒΕ, αν και γενικά η θερινή περίοδος προκαλεί θετικές επιδράσεις σε διάφορους κλάδους, φαίνεται πως οι προσδοκίες  περιορίζουν την ανοδική πορεία των τελευταίων μηνών, καθώς είχαν  προεξοφληθεί περισσότερο αισιόδοξες εξελίξεις. Ο προβληματισμός φαίνεται πως έχει βάση στο εξωτερικό περιβάλλον όσο και στην εγχώρια κατάσταση. Διεθνώς, οι αυξημένες αβεβαιότητες και οι εντεινόμενες γεωπολιτικές εντάσεις φαίνεται να πιέζουν, τουλάχιστον, το εξωστρεφές μέρος των επιχειρήσεων.

Ακρίβεια

Το ζήτημα της ακρίβειας αποτελεί το νούμερο ένα πρόβλημα για τα  νοικοκυριά  αφού το 56% από αυτά, αναμένει και νέα άνοδο τιμών με τον ίδιο ή ταχύτερο ρυθμό και το 61% δηλώνει ότι «μόλις τα βγάζει πέρα» και ένα μεγαλύτερο ποσοστό σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα αντλεί από τις αποταμιεύσεις του.

Μάλιστα στην Καταναλωτική Εμπιστοσύνη, οι αρνητικές προβλέψεις των νοικοκυριών για την οικονομική κατάσταση της χώρας αμβλύνθηκαν, ενώ εξασθένησαν οι αντίστοιχες για τη δική τους οικονομική κατάσταση. Παράλληλα, υποχώρησαν αισθητά οι προβλέψεις για μείζονες αγορές με το σχετικό δείκτη να διαμορφώνεται στις -45,3 (από -38,2 τον Ιούνιο) μονάδες. Το 53% (από 46% τον Ιούνιο) των καταναλωτών προέβλεψε ότι θα προβεί σε λιγότερες ή πολύ λιγότερες δαπάνες, ενώ το 3% αναμένει το αντίθετο. Την ίδια ώρα το 83% (από 85% τον Ιούνιο) των νοικοκυριών δεν θεωρεί πιθανή την αποταμίευση στο επόμενο 12μηνο, ενώ το 17% (από 15%) τη θεωρεί πιθανή ή πολύ πιθανή.

Ανάπτυξη

Την ίδια ώρα μελέτη της  Eurobank εκτιμά ότι  η Ελλάδα μπορεί να πετύχει ανάπτυξη 2,4% τα επόμενα δυο χρόνια, το 2025 και 2026  ενώ για το 2024 η οικονομία εκτιμάται ότι θα αναπτυχθεί με έναν ρυθμό της τάξης του 2%.

Και αυτή τη χρονιά, κύρια κινητήρια δύναμη από την πλευρά της ζήτησης θα είναι η ιδιωτική κατανάλωση και οι εξαγωγές υπηρεσιών, καθώς ο τουρισμός αψηφά την οικονομική στασιμότητα σε κύριες αγορές και οδεύει προς ένα ακόμη ρεκόρ στις αφίξεις και τα (ονομαστικά) έσοδα (αύξηση κατά 16,2% των ταξιδιωτικών εισπράξεων στο 5μηνο Ιαν-Μαϊ-24).

Αντίθετα, οι εξαγωγές των αγαθών παρουσιάζουν αρνητικές τάσεις. Οι εισαγωγές συνεχίζουν να αυξάνονται καθώς η μεγέθυνση της εγχώριας ζήτησης βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε εισαγόμενες εισροές. Η υλοποίηση των επενδύσεων που σχετίζονται με το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ) εκτιμάται ότι θα τονώσει τις επενδύσεις.  Ωστόσο, οι αμιγώς ιδιωτικές επενδύσεις επηρεάζονται αρνητικά από την αβεβαιότητα και τα υψηλά επιτόκια της ΕΚΤ, καθώς και από τις εγγενείς αδυναμίες του επενδυτικού περιβάλλοντος.