Ειδική αναφορά έγινε στο συνέδριο του Economist από εκπροσώπους των θεσμών στην ανάγκη, αφενός, να μπουν νέοι εργαζόμενοι στην αγορά, όπως για παράδειγμα οι γυναίκες, και αφετέρου οι υπάρχοντες εργαζόμενοι να αποκτήσουν δεξιότητες, ώστε θέσεις εργασίας παροδικού χαρακτήρα να αποκτήσουν μόνιμο χαρακτήρα. Την ίδια στιγμή, και στην κυβέρνηση γνωρίζουν ότι ένα μεγάλο μέρος του υφιστάμενου εργατικού δυναμικού μένει εκτός της αγοράς, με τους περισσότερους εξ αυτών να επιθυμούν να εργαστούν και να βρίσκονται σε εργάσιμη ηλικία.

Οι έρευνες δείχνουν ότι η συντριπτική πλειονότητα εκείνων που μένουν εκτός εργασίας είναι νέοι κάτω των 25 ετών καθώς και γυναίκες, αφού καταγράφουν τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας. Παράλληλα, τα ίδια στοιχεία δείχνουν ότι παραμένουν εκτός αγοράς εργασίας για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Τις κυβερνητικές ανησυχίες, αλλά και τον προγραμματισμό για την αναστροφή αυτής της πραγματικότητας, περιέγραψε ο Αλ. Πατέλης, προϊστάμενος στο οικονομικό γραφείο του πρωθυπουργού, μιλώντας πρόσφατα στην εκδήλωση του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ για την «Ελληνική Οικονομία και Απασχόληση». Ο Αλ. Πατέλης επισήμανε την ανάγκη να δοθούν κίνητρα ώστε ένα μεγάλο μέρος από το αδρανές εργατικό δυναμικό να επανέλθει στην αγορά. Προσδιόρισε μάλιστα τις κατηγορίες αυτές ως εξής:

  1. Συνταξιούχοι σε σχετικά ενεργή ηλικία και καλή υγεία. Υπολογίζεται ότι δύο εκατομμύρια πολίτες που συνταξιοδοτήθηκαν είναι κάτω των 74 ετών. Πρέπει να σημειωθεί ότι, με την αλλαγή του καθεστώτος για τους εργαζόμενους συνταξιούχους και την άρση των περικοπών της σύνταξης, περίπου 170.000 συνταξιούχοι έχουν δηλώσει την εργασία τους.
  2. Νέοι και ειδικότερα φοιτητές, για τους οποίους πρέπει να ανοίξουν οργανωμένα θέσεις εργασίας.
  3. Γυναίκες, η συμμετοχή των οποίων στην απασχόληση είναι χαμηλότερη από αυτή των ανδρών.
  4. Άτομα με αναπηρία, για τα οποία πρέπει να δοθούν κίνητρα συμμετοχής στην αγορά εργασίας.
  5. Έλληνες που έφυγαν στο εξωτερικό, στους οποίους πρέπει να δοθούν κίνητρα να επιστρέψουν.

Το εργατικό δυναμικό της χώρας που χαρακτηρίζεται ως αδρανές αποτελείται από ένα μεγάλο τμήμα του εργατικού δυναμικού που υποαπασχολείται, παραμένει άνεργο, ή αποφεύγει να αναζητήσει εργασία. Η κυβέρνηση προσανατολίζεται σε μέτρα που θα δώσουν κίνητρα στις ομάδες αυτές να ενταχθούν – εκ νέου – στην αγορά εργασίας και να δραστηριοποιηθούν σε τομείς όπου υπάρχει ανάγκη εργατικού δυναμικού. Ήδη έχει ανακοινώσει τα πρώτα μέτρα που θα καταστήσουν ελκυστική τη νόμιμη απασχόληση των συνταξιούχων.

Ταυτόχρονα, σχεδιάζει μια σειρά μέτρων που θα απευθύνονται σε νέους και γυναίκες, και θα έχουν ως βάση τον συνδυασμό – ισορροπία μεταξύ της επαγγελματικής και της οικογενειακής ζωής. Πάντως, πρόσφατες έρευνες που διεξήχθησαν στο σύνολο των ευρωπαϊκών χωρών δείχνουν ότι σχεδόν ένας στους τέσσερις Έλληνες σε ηλικία εργασίας «θέλει να εργαστεί», χωρίς ωστόσο να ψάχνει εργασία. Με άλλα λόγια, επιθυμεί – με κάποιον τρόπο – να εργαστεί, όμως είτε είναι άνεργος, είτε υποαπασχολούμενος είτε δεν είναι άμεσα διαθέσιμος προς εργασία.

Συνολικά, σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, το 2021, ελαφρώς περισσότερα από ένα στα επτά άτομα εξέφραζαν «ανικανοποίητη ζήτηση» για απασχόληση. Η Ελλάδα, μαζί με την Ισπανία και την Ιταλία, είναι οι τρεις χώρες με το υψηλότερο ποσοστό, με τη χώρα μας να κατατάσσεται τρίτη, με ποσοστό 22,2%. Το αντίστοιχο ποσοστό της Ιταλίας είναι 22,8%, με την Ισπανία να καταλαμβάνει την αρνητική πρωτιά με 24,1%, έναντι 14% στο σύνολο της Ε.Ε. (αντιστοιχεί σε 31,2 εκατομμύρια άτομα).
Ιδιαιτέρως υψηλή παραμένει η ανεργία των γυναικών στη χώρα μας, παρά τη μείωση που κατέγραψε το τελευταίο διάστημα. Τα μεγάλα θύματα της ανεργίας, οι γυναίκες, καταγράφουν ποσοστά της τάξης του 13,8%, ενώ η ανεργία των ανδρών μειώθηκε στο 8,1%.

Αισθητά μειωμένη υπολογίστηκε η ανεργία των νέων. Ωστόσο, το πρόβλημα παραμένει έντονο, με το ποσοστό των ανέργων ηλικίας 15-24 ετών να ανέρχεται στο 23,8%.