Τα στοιχεία για τον πληθωρισμό στην Ευρωζώνη, που ανακοινώθηκαν την περασμένη Παρασκευή, 31 Μαΐου, μπορεί να μην ενθουσίασαν τους αναλυτές και τους αξιωματούχους της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), αλλά δεν ήταν και τέτοια που θα μπορούσαν να ανατρέψουν τον σχεδιασμό για την πρώτη μείωση επιτοκίων δύο χρόνια μετά.
Η κίνηση αυτή αναμένεται να πραγματοποιηθεί την προσεχή Πέμπτη, 6 Ιουνίου, και πλέον το ερώτημα των αναλυτών και των παραγόντων της αγοράς είναι αν θα ακολουθήσουν άλλες πέντε ή έξι μειώσεις μέσα στο 2024. Όλα βέβαια θα εξαρτηθούν από την πορεία του πληθωρισμού τους επόμενους μήνες και, φυσικά, από τα στοιχεία για την ανάπτυξη.
Και ενώ αυτές οι εξελίξεις συμβαίνουν στην Ευρωζώνη, στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού κερδίζει έδαφος το σενάριο να μη γίνει καμία μείωση επιτοκίων από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) μέσα στο 2024, κάτι που μέχρι πρόσφατα φαινόταν μάλλον απίθανο.
Η οικονομική πολιτική και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού φαίνεται να αντιμετωπίζει προκλήσεις, καθώς οι κεντρικοί τραπεζίτες επιδιώκουν να βρουν τη σωστή ισορροπία μεταξύ της καταπολέμησης του πληθωρισμού και της στήριξης της ανάπτυξης.
Όσο κι αν θέλουν οι κεντρικοί τραπεζίτες σε ΗΠΑ και Ευρώπη να προσφέρουν έναν σαφή οδικό χάρτη για το μέλλον, αυτό φαίνεται παρακινδυνευμένο, καθώς κατά την περίοδο των πληθωριστικών πιέσεων δεν ακολούθησαν μια ιδιαίτερα αποτελεσματική πολιτική. Αρχικά, δεν μπόρεσαν να διαγνώσουν το μέγεθος του προβλήματος και, στη συνέχεια, οι δόσεις του «φαρμάκου» που χορήγησαν καθυστέρησαν την ίαση του «ασθενούς», προκαλώντας ισχυρές παρενέργειες, κυρίως στην ανάπτυξη.
Για το μέλλον, το κύριο ζητούμενο θα είναι η προσαρμοστικότητα και η ευελιξία στην πολιτική των κεντρικών τραπεζών. Με την παγκόσμια οικονομία να βρίσκεται σε μια διαρκή κατάσταση αβεβαιότητας, η δυνατότητα ταχείας αντίδρασης στις εξελίξεις θα είναι κρίσιμη. Η παρακολούθηση των οικονομικών δεικτών και η προσαρμογή της νομισματικής πολιτικής ανάλογα με τις ανάγκες της οικονομίας θα είναι καθοριστικής σημασίας για τη διασφάλιση της σταθερότητας και της βιώσιμης ανάπτυξης.
Πώς επηρεάζουν οι αποφάσεις για τα επιτόκια αγορές και επιχειρήσεις
Οι αποφάσεις για τα επιτόκια δεν επηρεάζουν μόνο τον πληθωρισμό και την ανάπτυξη αλλά έχουν και άμεσες επιπτώσεις στις αγορές και στις επιχειρήσεις. Η μείωση των επιτοκίων μπορεί να διευκολύνει τον δανεισμό και να τονώσει τις επενδύσεις, ενώ η σταθερότητα των επιτοκίων μπορεί να προσφέρει ασφάλεια και προβλεψιμότητα στις αγορές.
Γίνεται σαφές ότι οι κεντρικές τράπεζες βρίσκονται σε μια διαρκή προσπάθεια ισορροπίας, προσπαθώντας να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις μιας πολύπλοκης και συχνά απρόβλεπτης παγκόσμιας οικονομίας.
Η πορεία των επιτοκίων στα στεγαστικά δάνεια αποτελεί έναν κρίσιμο παράγοντα για τα νοικοκυριά στην Ευρώπη και ειδικότερα στην Ελλάδα. Από τον Μάρτιο του 2023, τα επιτόκια έχουν παγώσει στα επίπεδα του Euribor εκείνης της περιόδου. Παρά το γεγονός ότι ακολούθησαν τέσσερις αυξήσεις επιτοκίων από τότε, η τρέχουσα κατάσταση του Euribor παρουσιάζει μια μείωση περίπου 20 μονάδων βάσης, με το ποσοστό να βρίσκεται κάτω από το 3,8%, ενώ είχε ξεπεράσει το 4%.
Για τους δανειολήπτες, αυτό μεταφράζεται σε μια ανακούφιση, η οποία αναμένεται να γίνει αισθητή προς το τέλος του 2024 ή τις αρχές του 2025. Φυσικά, αυτό εξαρτάται από τη γενικότερη στρατηγική των εμπορικών τραπεζών, οι οποίες θα μπορούσαν να αποφασίσουν να μειώσουν το δικό τους περιθώριο κέρδους, προκειμένου να τονώσουν την αγορά ακινήτων, η οποία φαίνεται να έχει επιβραδυνθεί το τελευταίο διάστημα.
Συνοπτικά, η μελλοντική πορεία των επιτοκίων στα στεγαστικά δάνεια θα εξαρτηθεί από την πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και τις στρατηγικές αποφάσεις των εμπορικών τραπεζών.